11.7.15

ΜΕΡΟΠΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΓΓΕΛ: Κόκκινο


ΟΔΟΣ 19.2.2015 | 776


Στην μνήμη της Ελένης Τσαδήλα


Κοιμήσου τώρα. Απελπίσου.Για τελευταία φορά. Στο γένος μας η μοίραΈδωσε μόνο θάνατο. Περιφρόνηση αρμόζειΣτη φύση, στον εαυτό σουΣτη βάναυση, κρυμμένη δύναμηΠου ορίζει την κοινή φθοράΚαι την ατέλειωτη ματαιότητα των πάντων. 
«Στον εαυτό του», απόσπασμα Τζιάκομο Λεοπάρντι



Ήταν τότε στον Βυσσινόκηπο. Ιούνης, απόγευμα, ανάμεσα σε δέντρα, ζωγραφισμένη ήσυχη εικόνα με τα καθίσματα να μας περιμένουν για την παρουσίαση του «Εποχιακού Διανομέα». Είχα να σε δω καιρό. Το κασκέτο έκρυβε τα χαμένα σου μαλλιά. Ήσουν χαρούμενη, λαμπερά γαλάζια μάτια, ανάλαφρη σαν νάχες διώξει από πάνω σου μεγάλο βάρος.
Σε κόντεψα.
«Κάθισε», μου είπες, και σου κράτησα το χέρι για λίγα λεπτά, καρφώνοντας το βλέμμα μου στο κατακόκκινο κραγιόν σου. «Ταιριάζει με τη δύναμή σου», είπα και χαμογέλασες ευχαριστημένη.
Αεράκι πήρε σαν το σούρουπο έπεσε, το σακάκι σου έριξες στους ώμους και ξεμάκραινες με σιωπηλό περπάτημα για τον καναπέ.
Στο πανί «Φιλμ οχτώ χιλιοστών» στη μνήμη του Γιώργου και η φωνή του Νώντα αφηγείται:
«Χέρια ροζιασμένα σαν κλήματα που απλώνουν δάχτυλα για ν’ αγκαλιάσουν παιδιά κι εγγόνια, όλον ίσως τον κόσμο γύρω τους. Έχει μια απελπισία αυτή η αγκαλιά. Μοιάζει με κραυγή».
Εσένα σκέφτομαι σαν μια κραυγή ζωής∙ το φιλμ το τόχω ξαναδεί.
«Οι παππούδες μαράθηκαν σαν τα μήλα στα κλωνιά κι έπεσαν στο χώμα από καιρό. Σειρά τώρα ποιος;»
Προχωρημένη η ώρα αφήνοντας τον Βυσσινόκηπο, χαρά από κρασί και κουβέντες φίλων, η φωνή του Αγαθοκλή ζωντανή μέσα από το «Φιλμ οχτώ χιλιοστών» ερχόταν και ξαναρχόταν στα αυτιά μου: «Ακόμα απόψε αντάμα
 βρε κι αύριο ως το γιόμα…»
Μήνες… Περνά ο χρόνος.
Σε είδα. Βήματα μικρά, χέρια σαν μίσχοι, κάτι σαν φάντασμα. Λίγο παραπέρα και οι γιορτές κοντεύουν.
 Παλεύεις… Δεν μπορείς να σταθείς.
Σε αποχαιρετούμε για πάντα στις 15 του Γενάρη.
Στο σπίτι, γυρνώντας την πλάτη στον πόνο. Όταν αναμνήσεις θανάτου πιάνουν τη σκέψη, παίρνω το μαξιλάρι να ξεκουραστώ. Οι μορφές των φίλων σου, των ανθρώπων που σ’ αγάπησαν κι αγάπησες κι εσύ, που πλανιέσαι ανάμεσά τους, με κρατούν. Σπρώχνω το μαξιλάρι και απ’ τη βιβλιοθήκη, ανάμεσα σε περιοδικά και βιβλία, ο «Εποχιακός Διανομέας» στα χέρια μου.
Σελίδα 25: «Τυχαία έγινε. Κι απροσδόκητα τελείως. Σε φιλμ των οχτώ χιλιοστών αποτυπωμένο περίμενε να ξετυλιχτεί… προτού τον καλοδείς αυτόν που αναγνώρισες εκείνος έφυγε. Πάει…»

Κι εσύ μ’ όλους αυτούς.
«Δούλεψαν, γεννοβόλησαν, χόρεψαν, γλέντησαν, έκλαψαν και τώρα μια υπόκλιση και “χαίρετε! Αντίο!”»
Και συ μια υπόκλιση. Από τη σκηνή. Ανάμεσα σε χειροκροτήματα και ρόλους. Θλιμμένη, ερωτευμένη, ειρωνική, ψηλά καπέλα, φορέματα, ντροπαλές ματιές, μαύρες μπούκλες και ψηλά παπούτσια, περιπέτειες, ζωή και θάνατος. Παίζεις, μιλάς, φωνάζεις και γελάς. Μια είσαι εδώ και μια εκεί. Ανάλαφρη, σε παίρνει ο αέρας σε άνοιξη και καλοκαίρι, πότε στο φθινόπωρο και πότε στον χειμώνα, τρεκλίζεις μεθυσμένη από θέατρο και ζωή.
Το κάδρο γεμίζει, έρχονται κι άλλοι σε χορό και ξεφάντωμα.
Τους οδηγείς με τα τύμπανα, στολές πολύχρωμες, ντυμένη καρναβάλι δίχως μάσκα, βουή στ’ αυτιά τραγούδια, κουνάνε λάβαρα πανηγυριού.
Σιμά σε εκκλησιά το γλέντι τρικούβερτο∙ είναι η πόλη σου και γίνεστε όλοι ένα.
Ο Αρχάγγελος χτυπά τα φτερά του. Χλομές λαμπάδες δίπλα του.
Η φωνή του Αγαθοκλή ακούγεται βαθιά. «Ακόμα απόψε αντάμα».
Περίεργα μάτια συναγμένα σε κοιτάζουν, κρύβουν τα δάκρυα, σφαλούν τα στόματα καθώς σε βλέπουν ν’ αφήνεις τη γιορτή. Είσαι εδώ, είσαι εκεί, μα και πιο κάτω στην πόλη, στο φιλμ, μέσα και έξω απ’ αυτό.
Πάνω στη σκηνή με κόκκινο κραγιόν, που, όπου κι όπως κι αν είσαι, ταιριάζει με τη δύναμή σου.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19.2.2015  | αρ. φύλλου 776



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ