15.4.15

ΗΛΙΑ ΒΟΥΪΤΣΗ: Το Κουφάδι





Το κείμενο που ακολουθεί είναι από την παρουσίαση του βιβλίου της κ. Χρυσούλας Πατρώνου Παπατέρπου, στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου Καστοριάς, το περασμένο Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014.


ΘΕΛΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ να πω κάτι που με προβλημάτισε καθώς διάβαζα τα διηγήματα της Πατρώνου-Παπατέρπου, πλαισιωμένα από τα ιδιαίτερα, αναπαραστατικά και «συναφηγηματικά» σχεδιάσματα του Κώστα Λάκη. Η «συναφηγηματικότητα» των σχεδιασμάτων, να σημειώσω, είναι επιβεβλημένη από εμένα, αφού μάλλον πρόκειται για εικαστικές ερμηνείες των αφηγημάτων, δηλαδή κάτι σαν «αναπαραστατική μετα-αφήγηση», που θα λέγαμε αν ήμασταν θεωρητικοί της λογοτεχνίας. Και είναι επιβεβλημένη από την εξουσιαστική στιγμή του αναγνώστη, στη διαλεκτική διαπλοκή αφέντη – σκλάβου που διαπερνάει το δίπολο, κείμενο (και μέσω αυτού συγγραφέας) – αναγνώστης /ερμηνεία.  Επομένως, όσα θα πω, στο βαθμό του δυνατού, μπορούν να ακουστούν και στα πλαίσια αυτής της «συν-αφηγηματικότητας».

Αφού λοιπόν πω αυτό που με προβλημάτισε, θα πω και πως το ξεπέρασα και μετά τι «είδα». Ο προβληματισμός μου είχε να κάνει με το «πώς» θα προσεγγίσω «αυτό» που συγκροτούν τα 26 διηγήματα. Πρώτα από όλα γιατί ένα αφήγημα δεν κρίνεται μόνο καθ’ εαυτό, αλλά συγκρίνεται και με τα μέτρα του γένους και του είδους στα οποία ανήκει. Μια σύγκριση που απαιτεί ολόκληρη πολεμική επιχείρηση, δηλ πολιορκία + άλωση. Και τη σήμερον, οι υλικοί πόροι που απαιτούνται για μια τέτοια επιχείρηση είναι ανεπαρκείς και, αναπόφευκτα, φυραίνουν και τους λεγόμενους πνευματικούς πόρους. Από την άλλη μεριά, η ανεπάρκεια αυτή μπορεί να μας προσφέρει μια «λύση»: να μας παρακινήσει να εκλάβουμε το έργο αυτό καθαυτό, ως ένα «αυτοτελές» έργο, σαν να μπορούσε να μας δείξει τα μυστικά του αν το εξετάσουμε απομονωμένο, χωρίς να το συσχετίζουμε με τον κόσμο ή τον ανθρώπινο βίο απ’ όπου αναδύθηκε.

Όταν όμως το σκέπτομαι ξανά, κάτι μέσα μου μού λέει ότι αυτή την πολεμική επιχείρηση τη θέλω λόγω εκπαίδευσης και όχι λόγω μιας έμφυτης ροπής, τάσης, κλίσης και τα παρόμοια. Από την άλλη, η εναλλακτικά προσφερόμενη «λύση» απαιτεί επικέντρωση/προσήλωση στις εσωτερικές σχέσεις που τα στοιχεία διάθρωσης της αφήγησης συνάπτουν μεταξύ τους και επισήμανση/εξαγωγή ορισμένων μορφικών ιδιοτήτων. Προσέγγιση για την οποία δεν είμαι αρμόδιος, ούτε ικανός. Άσε που μπορεί να οδηγήσει σε φορμαλιστικούς εγκλωβισμούς και, υπό τα μάγια μιας ασαφούς απόλαυσης, να βλάψει σοβαρά την κατανόηση του κειμένου.  Επομένως, η λύση που ακολουθώ είναι η αναγνωστική, εκ των πραγμάτων μπάσταρδη και γεμάτη αφαιρέσεις.

Για να έχω ένα δεκανίκι να βαδίσω, χρησιμοποιώ ως συγκριτικές, παράλληλες ή/και διχοτομούμενες αφηγηματικές τροχιές, το έργο άλλων καστοριανών συγγραφέων (Εδώ ο πληθυντικός είναι περισσότερο αυτός της ευγένειας, αφού δεν είχα ούτε αυτή τη δυνατότητα. Κι αυτό το λέω, γιατί όπως έχω καταλάβει, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια έντονη αφηγηματική δραστηριότητα στην πόλη, την οποία όμως μόνο αποσπασματικά και ελλειπτικά έχω παρακολουθήσει).  Για το λόγο αυτό θα ζητήσω συγνώμη από τους άλλους συγγραφείς και θα αναφερθώ μόνο σε ένα έργο για το οποίο έχω «δικαίωμα» να μιλώ, δηλ. το έργο του Παπαμόσχου και πιο συγκεκριμένα το πρωτόλειό του «Καλό ταξίδι κούκλα μου….».

Όπως σημείωνα παρουσιάζοντας το πριν από 10 χρόνια, η εκ μέρους μου ανάγνωση των αφηγήσεων του Παπαμόσχου ήταν κάπως ακροβατική: προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ της ιδιότροπης διεπιφάνειας που ορίζεται από τη νηφάλια προσέγγιση και από τη συμμαθητεία, μια ισόβια και ενίοτε συμπάσχουσα συμμαθητεία η οποία επιβάλλει συναισθηματικούς όρους ανάγνωσης. Ακροβατική όμως είναι και η ανάγνωση των αφηγήσεων της Πατρώνου-Παπατέρπου: στην περίπτωση της η διεπιφάνεια απαλλάσεται απλώς από ένα πρόθημα και ορίζεται, πλέον, από τη νηφάλια προσέγγιση και τη μαθητεία. Η απλή διαγραφή ενός προθήματος, όμως, ορίζει και άλλου ποιου συναισθηματικούς όρους ανάγνωσης, αφού η μαθητεία παρά το ότι μπορεί να είναι ισόβια, δεν μπορεί ή δύσκολα μπορεί να είναι συμπάσχουσα.

Η αφαίρεση με την οποία είχα κατασκευάσει τότε έναν οιονεί τρισδιάστατο χώρο της λογοτεχνίας στα πλαίσια του οποίου προσπάθησα να διαβάσω το έργο του Π. (1D: ποιητική και γλωσσική ευαισθησία, 2D:αφομοίωση των επιδράσεων, περιγραφική δύναμη, εικονοποιία, 3D: ανθρωπογνωστική αγωνία και συμπάθεια, υποστηριζόμενες από γνήσιες προσωπικές και συλλογικές εμπειρίες), προχωράει παραπέρα και συμπυκνώνεται στην 3η διάσταση του παραπάνω χώρου δηλ. στην ανθρωπογνωστική αγωνία και συμπάθεια. Που είναι, τουλάχιστον για μένα, και η πιο ουσιαστική. Για να μην πώ η συνισταμένη του όλου χώρου. Οι άλλες δυο, όσο σημαντικές κι αν είναι, είναι δευτερεύουσες και μόνο επιμέρους συνισταμένες. Τα βιβλία τα διαβάζουμε για αυτήν τους τη διάσταση, και την ποιητική και όποια άλλη ευαισθησία την εκτιμούμε μέσω αυτής.

Έχουμε λοιπόν δύο καστοριανούς συγγραφείς που στο πρώτο τους βιβλίο αφηγούνται ιστορίες: 100% για το θάνατο ο 1ος περισσότερο μοιρασμένες αλλά με βασικό πρωταγωνιστή τον ίδιο παίκτη η 2η.

Ο Παπαμόσχος έχοντας βιώσει αναπάντεχες και αδήριτες επισκέψεις του, η Πατρώνου-Παπατέρπου έχοντας ακούσει ή έχοντας δει με τα μάτια της τέτοιες επισκέψεις, μας δίνουν δύο διαφορετικές αφηγηματικές φωνές: δραματική και λαχανιασμένη η μια, κινείται σχεδόν εφαπτομενικά με το θάνατο και εξιλεώνεται μόνο όταν καταφέρνει να τον εκφράσει ως το γεγονός με οποίο ο άνθρωπος βγαίνει από το δυνατό και ανήκει στο αδύνατο (αν υποθέσουμε ότι αυτό υποστασιοποιείται με κάποιον τρόπο ως μνήμη), περισσότερο αποστασιοποιημένη και με πιο μετρημένη δραματικότητα η άλλη, συμπονετική και καρτερική και με διάθεση κατανόησης αλλά πολύ πιο υλιστική στην ουσία της. Για τον πρώτο είπα και έγραψα τη γνώμη μου παλιότερα. Ξεμπέρδεψα με το συμμαθητή, ο οποίος συνεχίζει την πορεία του σε απαιτητικότερα επίπεδα που ξεφεύγουν από τη δική μου σκόπευση και τις δυνατότητες μου και σήμερα θα προσπαθήσω να ξεμπερδέψω και με τη δασκάλα.




Όπως είπα, η κάπως ισοπεδωτική αναγωγή με την οποία μείωσα το χώρο της λογοτεχνίας σε μονοδιάστατη συνθήκη ανθρωπογνωστικής εμπειρίας, σώζεται κάπως, αφού πάνω και μέσα στην εμπειρία αυτή οικονομείται η κάθε αφήγηση και αποκτούν νόημα η γλωσσική κι η ποιητική ευαισθησία, η περιγραφική δύναμη και τα παρόμοια. Με δυο κουβέντες για τα τελευταία: Η οικονομημένη γραφή είναι μια από τις καταστατικές προϋποθέσεις του διηγήματος. Λίγο πολύ, όσοι γράφουν διηγήματα είναι αναγκασμένοι, τρόπον τινά από το ίδιο το είδος, να προ-οικονομούν το υλικό τους, να μετράνε και να ζυγίζουν τη φράση τους προτού την κυκλοφορήσουν δημοσίως. Η Πατρώνου-Παπατέρπου φροντίζει πρωτίστως να ικανοποιήσει αυτήν την απαίτηση, σα να γνωρίζει από τα πριν, ότι τα υπόλοιπα θα της δοθούν από την ίδια τη δομή/αρχιτεκτονική του είδους.

Κι όντως, το είδος την παίρνει αγκαζέ, σα σύντροφο που κυκλοφορεί μαζί του στη ζωή, και παρέα, νοσταλγοί και παρατηρητές ταυτόχρονα, συλλέγουν μικρά ή μεγαλύτερα μυστικά και «φανερά» από τη δεξαμενή των μυστικών και «φανερών» που συνιστούν την ιστορία και τη ζωή του τόπου μας (και κάθε τόπου φυσικά) και τα ανεβάζουν στο δραματικό ύψος που κινείται η ανθρώπινη μοίρα με αδιατάρακτη συνέχεια. Χωρίς, κι αυτό δεν είναι μικρό επίτευγμα, το παρελθόν του γενέθλιου τόπου να λαμβάνει μυθικές διαστάσεις. Η Πατρώνου-Παπατέρπου καταφέρνει να δώσει άρτια, σφιχτοδεμένα και λιτά κείμενα ακολουθώντας τα βασικά χαρακτηριστικά του είδους (ένα κυρίαρχο στοιχείο – πλαίσιο (τόπος-χρόνος), κύριους χαρακτήρες, αλληλουχία περιστατικών που διαμορφώνουν την πλοκή, ενιαία εντύπωση και αίσθηση κλιμάκωσης).  Και, ταυτόχρονα, καταφέρνει να δώσει μια ευλυγισία στη σφιχτοδεμένη αυτή αρτιότητα μπολιάζοντας την με στοιχεία μυθιστορηματικής πολυπλοκότητας, αυτοβιογραφίας, ιστορικοπολιτικής αναζήτησης και στοιχεία δοκιμιογραφικά. Πάντα με οικονομία.

Η συγγραφέας, λοιπόν, με τη μέθοδο της ανάμνησης αφηγείται ορισμένα στιγμιότυπα της καστοριανής ανθρωπογεωγραφίας, απλωμένης από την περίοδο του εμφυλίου ως τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Η θεματική ύλη αρθρώνεται σε μια σχετικά χαλαρή αλλά σαφέστατη χρονολογική σειρά, προχωρώντας από το μακρινότερο προς το πιο κοντινό παρελθόν. Η αφηγήτρια διαπερνάει την ιστορική περίοδο που σημαδεύτηκε απ’ το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και τον εμφύλιο που ήταν γεγονός κομβικής σημασίας για την Ελλάδα και πιθανόν για όλον τον κόσμο,  την χρυσή εποχή του ελληνικού οικονομικού θαύματος και της αντιπαροχής, από τα μετεμφυλιακά χρόνια ως και τη δικτατορία, 20ετία κατά την οποία η χώρα διέπρεψε στο σχεδιασμό, την παραγωγή και χρήση «ραπτομηχανών» και την εξαγωγή ανθρώπινου εργατικού δυναμικού ως και τη χορταστική μεταπολίτευση, το βασανιστικό θάνατο της οποίας ζούμε σήμερα.

Θα έλεγα ότι ο αφηγηματικός άξονας τερματίζει χρονικά γύρω στα 2004-05, ορίζοντας και την ιστορική περίοδο με την οποία αναμετράται η συγγραφέας, ή, ορθότερα οι αφηγήσεις της.  Με αρκετή αυθαιρεσία φτιάχνω έναν αφηγηματικό χάρτη, αναγκαστικά πορώδους και ασταθούς φύσεως. Διακρίνω 3 αφηγηματικά διαμερίσματα:

7 διηγήματα (1.Το Καινούργιο Φόρεμα – 7. Η Αφροδίτη των αβγών) στην περίοδο 1
12 διηγήματα (8. Αποβολή – 19. Κερασιά) στην περίοδο 2
7 διηγήματα (20. Διάσωση – 27. Ο υπνοβάτης στην περίοδο 3
Μια περαιτέρω χαρτογράφηση – ή, καλύτερα, νοηματοδότηση - που θα αναδιαμόρφωνε, ελαφρά ή και καθόλου, το παραπάνω τοπίο θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη:
-Τα διηγήματα του θανάτου και των αυγών-περίοδος 1
-Τα διηγήματα της ανοικοδόμησης και των ραπτομηχανών – περίοδος 2
-Τα διηγήματα της ευμάρειας και των υπνοβατών – περίοδος 3

Και στα 26 διηγήματα ουσιαστικός πρωταγωνιστής είναι η καθημερινότητα: η καθημερινότητα του παιχνιδιού, του παιδιού, η καθημερινότητα του δουλευτή, του καταφερτζή, της ψυχωτικής υπαλλήλου, της νοικοκυράς, της κούφιας αστής, της ρομαντικής ψυχής, η καθημερινότητα του περιπατητή, η καθημερινότητα του παρατηρητή, η καθημερινότητα της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας, η καθημερινότητα του θανάτου.

Η καθημερινότητα, αυτός ο αιώνιος τύραννος, που φθείρει τους πάντες, και τους πιο δυνατούς και ωραίους και τους πιο μικρούς και αδύναμους. Η καθημερινότητα του θανάτου κάνει πιο άμεσα την παρουσία της (ως κορύφωση του εκάστοτε δράματος) σε 6 από τα 7 διηγήματα του θανάτου και των αυγών Τα 6 πρώτα), σε 2 από τα 12 διηγήματα της ανοικοδόμησης και των ραπτομηχανών (Τα Δύο κόκκινα μπαλόνια- και Πιτ και Πολ) και σε 3 από τα 7 τα διηγήματα της ευμάρειας και των υπνοβατών (Οικογενειακές διακοπές, Υπνοβάτης, Επίτομο λεξικό). Συνολικά 11. Ξεχώρισα και 3 διηγήματα που δεν έχουν κεντρικό τους θέμα το το θάνατο αλλά υπάρχει, περισσότερο ή λιγότερο έντονη, η παρουσία του (περισσότερο ως τελετουργικό, γραμματική απορία ή λογοτεχνικό τέχνασμα): Επιτάφιος θρήνος. Το παγκάκι. Ίσως Η κερασιά. Τα υπόλοιπα 12 είναι πιο κοινωνικοκεντρικά ή/και πολιτικά.

Έτσι, έχουμε 2 ομάδες αφηγήσεων: τις θανατοκεντρικές και τις κοινωνικοκεντρικές. Όχι πως τα νοήματα δεν αλληλοδιαπλέκονται ή/και αλληλοσυμπληρώνονται. Σε καμία περίπτωση. Ξανά πρέπει να πω ότι η διχοτόμηση είναι δική μου και πιθανόν να αλλοιώνει τις στοχεύσεις της συγγραφέως. Άλλωστε εντάσσω στα θανατοκεντρικά το πιο επαναστατικό κείμενο της συλλογής («Τα Κυδώνια») όπου με αριστουργηματικά κοφτό τρόπο (θα τον έλεγα τηλεσιγραφικό) μας δίνει μια από τις καλύτερες αποδώσεις αυτού που ονομάζω «η εκδίκηση των νοικοκυραίων», δηλαδή της κατάστασης που ιστορικά επαναλαμβάνεται κάθε φορά που αμφισβητηθούν στην πράξη τα ιερά και όσια (και άρα απαραβίαστα) της κυρίαρχης τάξης.

Πέραν τούτου, η συγγραφέας, γνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι είναι δημιουργικοί, διαδραστικοί και προσαρμοστικοί κοινωνικοί πράκτες που λειτουργούν εντός συγκεκριμένων (και εν πολλοίς ετεροκαθοριζόμενων) πλαισίων, προσπαθεί και καταφέρνει σε σημαντικό βαθμό, αυτό που κατά τη δική μου αντίληψη είναι το ουσιώδες ζητούμενο της λογοτεχνικής γραφής: τη σημασιοδότηση των προσώπων που εμπλέκονται στις ιστορίες της, όχι ως λειτουργικών μονάδων που θα κατανοηθούν ως ήρωες-άτομα ή ως εξατομικευμένοι χαρακτήρες ή ως αντιπροσωπευτικοί τύποι, αλλά ως εφήμερες και μη αποκλειστικές συναρτήσεις αφηγηματικών υποκειμένων με πεδίο ορισμού τα γενικότερα βιώματα, τη γενικότερη κοινωνική πράξη, τη γενικότερη γλωσσική συμπεριφορά και τα γενικότερα ψυχικά αισθήματα.

Και, παράλληλα, καταφέρνει να δώσει την αίσθηση μιας οντολογικής αβεβαιότητας τόσο για την πραγματικότητα ως ενιαία και μονοσήμαντη όσο και για τη δυνατότητα να φτάσει κανείς στην αλήθεια. Κι αυτό χωρίς να εκπίπτει σε κάποια μορφή αφηγηματικού χαμαιλεοντισμού αλλά απλά αφηγούμενη τις εκάστοτε διαμεσολαβήσεις των εκάστοτε ανθρώπινων πράξεων και υποκειμένων.




Θέλω να κλείσω με μια αναφορά στις πρώτες φράσεις. Γιατί οι πρώτες φράσεις, οι πρώτες σελίδες, η εισαγωγή, ο πρόλογος, το 1ο κεφάλαιο, το 1ο διήγημα…, μιας γενικότερης αφήγησης και άσχετα από το τι (φιλολογικά) συνιστά ως τέτοια (ή, τουλάχιστον, έχει αποφασιστεί και θεσμοθετηθεί από το φιλολογικό κανόνα να θεωρείται ότι συνιστά (και να αξιολογείται ως τέτοιο)), είναι ένα «άνοιγμα» και μια «υπόσχεση» του αφηγητή προς τον αναγνώστη.  Φυσικά, το «άνοιγμα» αυτό μπορεί να είναι «γνήσιο» ή να είναι «κάλπικο». Να είναι «αληθινό» ή να είναι «ψεύτικο». Να είναι «αγαθό» ή «δολερό». Όλοι αυτοί οι όροι (που συνήθως πάσχουν από μια ηθικολογική υπερθέρμανση), στην περίπτωση αυτή σχετικοποιούνται: είναι όλοι τους τεχνάσματα.

Αλλά η «υπόσχεση» πρέπει να είναι γνήσια: η υπόσχεση μιας ανάγνωσης που επεκτείνεται μπροστά μας και μπορεί να αγκαλιάσει όλες τις πιθανές εξελίξεις. Μιας ανάγνωσης που θα διατηρεί σε όλη τη διάρκειά της τη δύναμη της αρχής, «εκείνης της χωρίς αντικείμενο αναμονής» (Ι Καλβίνο). Το διήγημα ως είδος ενέχει τη μαγεία της πρώτης αρχής και ως αφηγηματικό σώμα κρατάει πιο εύκολα τις υποσχέσεις του. Η Πατρώνου-Παπατέρπου γνωρίζοντας το αυτό, χρησιμοποίησε τη μαγεία της πρώτης αρχής και έκλεισε το μάτι στον αναγνώστη για ένα πιθανό άγραφο κόσμο κάτω από τον γραπτό.

Με άριστη χρήση μιας υπαινικτικής γραφής που προσδιορίζεται μέσα από τις εκλεκτικές της συγγένειες με συνέπεια, ακρίβεια και καλλιτεχνική βούληση, και με συνείδηση της ατέλειας του υπάρχοντος, μας έδωσε ολοκληρωμένα (στο βαθμό που η λέξη αυτή έχει νόημα ) την αίσθηση μιας πραγματικότητας που δεν θα υπήρχε αν δεν είχε γραφεί. Και τη μεθυστική υποψία ότι τίποτε δεν εξαντλήθηκε.
Καλή συνέχεια


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 20 Νοεμβρίου 2014, αρ. φύλλου 765


Επιλογή σχετικών αναρτήσεων:


2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος15/4/15

    (...) τα διηγήματα της Πατρώνου-Παπατέρπου, πλαισιωμένα από τα ιδιαίτερα, αναπαραστατικά και «συναφηγηματικά» σχεδιάσματα του Κώστα Λάκη. Η «συναφηγηματικότητα» των σχεδιασμάτων, να σημειώσω, είναι επιβεβλημένη από εμένα, αφού μάλλον πρόκειται για εικαστικές ερμηνείες των αφηγημάτων, δηλαδή κάτι σαν «αναπαραστατική μετα-αφήγηση», που θα λέγαμε αν ήμασταν θεωρητικοί της λογοτεχνίας. Και είναι επιβεβλημένη από την εξουσιαστική στιγμή του αναγνώστη, στη διαλεκτική διαπλοκή αφέντη – σκλάβου που διαπερνάει το δίπολο, κείμενο (και μέσω αυτού συγγραφέας) – αναγνώστης /ερμηνεία. Επομένως, όσα θα πω, στο βαθμό του δυνατού, μπορούν να ακουστούν και στα πλαίσια αυτής της «συν-αφηγηματικότητας».(...)

    Για το Θεό!!! EΛΕΟΣ!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος22/9/15

    Συγχαρητήρια για την παρουσίαση Ηλία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ