6.6.13

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Το Ρόδο της Κυζίκου

Tο σαββατιάτικο πρωινό που μου τηλεφώνησε ο συμπολίτης μας κ. Αχιλλέας Μιρκόπουλος και μου έκανε την πολύ τιμητική πρόταση να παρουσιάσω το βιβλίο του κ. Τσαρουχά, αρχικά είπα πως πολύ θα το ήθελα, αλλά ο Οκτώβρης μου ήταν κι εξακολουθεί να είναι πολύ φορτωμένος. Σχεδόν αμέσως όμως αναίρεσα την αρχική μου άρνηση για πολλούς λόγους και δέχτηκα πολύ ευχαρίστως:

1. Ο κ. Τσαρουχάς έχει τιμήσει την Καστοριά με την αγάπη του-πώς θα μπορούσα να πω όχι και να φανώ αγνώμων στην προσφορά του στην ιδιαίτερη πατρίδα μας; Η έκφραση της ευγνωμοσύνη της πόλης ολόκληρης μέσα μου είχε γίνει σχεδόν αποκλειστικά δικό μου χρέος, κατά τη φράση- προτροπή που έχω χαραγμένη μέσα μου βαθιά και –δεν ξέρω γιατί- είναι οδηγός στη ζωή μου: «Να αγαπάς το χρέος και να θεωρείς για τελείως δικό σου το χρέος που έχουν πολλοί άνθρωποι μαζί». Κι όταν έλαβα ταχυδρομικώς το βιβλίο είδα τη γραμμένη από το συγγραφέα του προμετωπίδα, που, όχι συμπτωματικά ή τυχαία, και πάλι στο χρέος αναφερόταν: «Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ‘ρθούνε, θα περάσουν (…)». Κι ευχαριστήθηκα που είχα δεχτεί.

2. Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά τον κ. Τσαρουχά ως τώρα-τον γνώρισα μόλις σήμερα. Όμως τον παρακολουθούσα όπως πολλοί Καστοριανοί να δημιουργεί εμπνεόμενος από τη δική μας πόλη, την ιστορία της και την ιστορία της ευρύτερης περιοχής γενικότερα. Στην πραγματικότητα ασχολήθηκε με την ιστορία της επί χρόνια, δίχως να ‘χει μεσολαβήσει κάποια επέτειος σαν τα Ελευθέριά της, για να του δοθεί μια αφορμή γι’ αυτήν του τη δημιουργική και καρποφόρα ενασχόληση μαζί της. Αφορμή αλλά κι αιτία των δημιουργιών του με θέμα την ιστορία μας μονάχα η αγάπη του για την ίδια την περιοχή μας και την ιστορία της. Οι καρποί αυτής του της αγάπης πολλοί: η διακεκριμένη κινηματογραφική ταινία «Ο Ανθός της λίμνης» (1999), η βραβευμένη «Αθανάσιος Χριστόπουλος, ένας λησμονημένος ποιητής», τα πολλά αφιερώματά του σε πολύ ή λιγότερο –κακώς, κάκιστα- οικείες σε μας μορφές όπως του Γερμανού Καραβαγγέλη, του «καπετάν Δεσπότη» (δική του η πετυχημένη προσωνυμία), του Εθνομάρτυρα Κωνσταντίνου Κώττα, αλλά και του Εμμανουήλ Παπά, του γνωστού μας «επαναστάτη άρχοντα», της άγνωστης –πολύ κακώς- Δόμνας Βισβίζη, της «Κυράς των Θαλασσών», και άλλων αγωνιστών και πρωταγωνιστών στην υπόθεση της λευτεριάς της Μακεδονίας, που, όπως έχει αποδειχθεί, είναι η γη του ονείρου πολλών Ελλήνων κι όχι μόνο των Μακεδόνων. Μάλλον το είχε καταλάβει ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς όταν έγραφε το γνωστό του ποίημα το αφιερωμένο στο Παλληκάρι, γι’ αυτό τη χαρακτήρισε «πλατιά» κι η Μακεδονία πλατιά ήταν και πλατιά μένει και θα εξακολουθεί να μένει, όσο κι αν αυτό ενοχλεί κάποιους…

Κύριε Τσαρουχά, σας εξομολογούμαι από δω, από το βήμα, πως, όταν γυρίζατε τον Ανθό της λίμνης και ολόκληρο το Μαυροχώρι είχε αναστατωθεί γλυκά, κάποιοι με παρότρυναν να λάβω κι εγώ μέρος, αλλά δείλιασα. Όμως σε κείνη τη σκηνή με την ηθοποιό που έπαιζε τη δασκάλα και τραγουδούσε με τα παιδιά μες στη βάρκα, έπαιζαν οι δικοί μου μαθητές και αυτό μ’ έκανε εκ των υστέρων πολλές φορές να βάλω τον εαυτό μου στη θέση της. Ας είναι.

Κι έπειτα ήθελα να σας πω ότι η καρδιά σας έχει περπατήσει σε τόπους ιερούς της ιστορίας και της μνήμης μας, όπως μαρτυρεί το έργο σας, και συμπτωματικά στους ίδιους άγιους τόπους περπατάει κι η δική μου καρδιά όλα αυτά τα χρόνια που παλεύω να μάθω στα παιδιά ποια είναι κι από πού προέρχονται, από ποιους άξιους αξιότατους προγόνους. Αγαπάμε, λοιπόν, τους ίδιους τόπους, άσχετα από το γεγονός πως δε συναντηθήκαμε ποτέ ως τώρα. Να, λοιπόν, που ο χρόνος ξέρει να περιμένει: τώρα, αυτή ήταν η ώρα και ήρθε κι ας φάνηκε πως άργησε. Δεν άργησε καθόλου.

Όλα αυτά, λοιπόν, θα ήταν υπεραρκετά να με πείσουν ν’ αναλάβω τη σημερινή παρουσίαση. Όμως υπήρξε κι ένα καινούριο στοιχείο που μ’ έκανε να νικήσω τον αρχικό μου -λόγω μεγάλης χρονικής πίεσης- δισταγμό και να αναλάβω: το βιβλίο σας, το Ρόδο της Κυζίκου, στην ξεριζωμένη Μικρασιάτισσα μάνα σας αναφέρεται, την ιστορία της αφηγείται, δεν υπήρχε πια καμία περίπτωση να πω όχι. Και δεν το είπα. Και δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα όπως το έχουμε όλοι στο νου, αφού εδώ δεν μπερδεύονται η αλήθεια με τη μυθοπλασία και τη φαντασία, αλλά ανήκει στις μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα. Αυτές οι μαρτυρίες είναι αξιολογότατες πηγές και τις αξιοποιούμε στο έπακρο για να μελετήσουμε όλοι οι Έλληνες κι όχι μόνο οι προσφυγικής καταγωγής, τα γεγονότα όπως συνέβησαν κι όχι όπως προσπαθούν να τα «στρογγυλέψουν» -ευτυχώς ανεπιτυχώς- κάποιοι επιστήμονες. Το γράφετε κατηγορηματικά εσείς ο ίδιος πως η ιστορία που αφηγείστε στο βιβλίο σας «δεν έχει ανάγκη από φανταστικούς ήρωες γιατί είναι αληθινή». Τόσο απλά και τόσο ξεκάθαρα. Σας ευχαριστούμε που προς το τέλος της αφήγησης ξεκαθαρίζετε ποια είναι η μόνη παρέμβαση της φαντασίας μες στο βιβλίο, οπότε εξηγείστε υπέροχα με τους αναγνώστες του, δεν τους αφήνετε να παρανοήσουν. Ούτε καν ελάχιστα. Και σας συγχαίρουμε που και μ’ αυτό σας το έργο υπηρετείτε πιστά τη μνήμη και πάλι. Τη μνήμη κι όχι τη μνησικακία. Απέναντι στην πρώτη έχουμε όλοι χρέος-απέναντι στη δεύτερη καθόλου.

Αγαπητοί μας συμπολίτες,
Δε σας κρύβω πως, όταν έλαβα τον κίτρινο φάκελο που περιείχε το βιβλίο που ο κ. Τσαρουχάς μου έστειλε, είδα πάνω και μέσα του συνωστισμένα πολλά σημάδια της προσφυγικής του καταγωγής: Μένει στην οδό Σμύρνης, είναι από τη Νέα Αρτάκη, άρα κατάγεται από την παλιά Αρτάκη της Μικρασίας και γεννήθηκε από Μικρασιάτισσα μάνα. Αδύνατον να ξεφύγει έστω και για λίγο από την ωραία του μοίρα, που την κουβαλάει μες στο αίμα του και η οποία τον έχει καθορίσει οριστικά και αμετάκλητα.

Μα ο συγγραφέας δε θέλησε ποτέ να ξεφύγει, το αντίθετο μάλιστα. Σε καιρούς όπου κυριαρχούσε η τάση για λησμονιά –ακόμη και της ρίζας του καθενός μας- αυτός υπήρξε φωτεινή εξαίρεση: με όλο το έργο του υπηρετεί τη μνήμη, ενώ οι περισσότεροι γύρω του αρνιόνταν να θυμούνται και να θυμηθούν. Το λέει πάρα πολύ ωραία ο Δημήτρης Πιπερίδης στο περιοδικό του Άμαστρις (τεύχος 15, Σεπτέμβριος 2010) στο «Γράμμα σ’ ένα παιδί που γεννήθηκε εχθές…» και αρχίζει με την τρυφερότατη προσφώνηση -μια που απευθύνεται σε Ποντιόπουλο -«Τσικαρόπο μ’…»:

«(…) Είμαι βέβαιος ότι αργά ή γρήγορα θα αναγκαστείς να αναζητήσεις τις ρίζες της διαφορετικότητάς σου. Ελπίζω μόνο να το κάνεις νωρίτερα απ’ ότι εγώ. (…) Την αλήθεια πως εμείς δεν είμαστε από ‘δω εμένα δε μου την είπε ποτέ κανείς. Και εγώ και πολλοί ακόμη της γενιάς μου έπρεπε να ανακαλύψουμε μόνοι μας τις ρίζες μας. Βλέπεις, οι δικοί μας γονείς –επηρεασμένοι και από τη βιασύνη των πατεράδων τους να ριζώσουν στη νέα τους πατρίδα και να αφήσουν οριστικά πίσω τους την ανάμνηση της βαρβαρότητας που βίωσαν στην παλιά –είχαν θέσει κάποιες άλλες προτεραιότητες ως προς αυτά που έπρεπε να πουν στα παιδιά τους. Μας έλεγαν π.χ. να είμαστε καλοί άνθρωποι, να σπουδάσουμε, να βγάλουμε χρήματα, να ζήσουμε άνετα. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που σκέφτηκαν να μας μιλήσουν για το παρελθόν. Εσείς θα είστε η πρώτη γενιά της ράτσας μας που δε θα χρειαστεί να σηκώσει το χαλί της ιστορίας για να ανακαλύψει την ταυτότητά της (…)».

Και εδώ ακριβώς είναι που θα είναι εντελώς μα εντελώς απαραίτητα βιβλία όπως ακριβώς «Το Ρόδο της Κυζίκου» που παρουσιάζουμε σήμερα εδώ. Γιατί οι προφορικές αφηγήσεις ξεθωριάζουν καθώς περνούν από γενιά σε γενιά και πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο φράσεις σαν αυτήν: «δε θυμάμαι καλά πώς ακριβώς το έλεγε ο πρόγονός μου». Και, επιπλέον, σβήνονται διαρκώς οι λεπτομέρειες, ώσπου στο τέλος διασώζεται μονάχα ένας γυμνός πυρήνας των ιστοριών που οι δικοί μας έζησαν και κουβαλούσαν μέσα τους ως να πεθάνουν. Όσο καλά κι αν μας τις διηγούνταν οι ίδιοι…

Το Ρόδο της Κυζίκου είναι μια βιογραφία. Γιατί, όπως ξέρετε, βίο δε διάγουν μονάχα οι διάσημοι- και επίσης καιρός είναι να ξεκαθαρίσουμε πως η λέξη διάσημος δε σημαίνει κατ’ ανάγκην και σπουδαίος. Πολλές φορές η βιογραφία ενός προσώπου σαν την Ευφροσύνη έχει πραγματικά πολύ μεγάλο ενδιαφέρον κι έχει πολλά να δώσει στους αναγνώστες της. Κι όχι μονάχα γιατί περιλαμβάνει τον ξεριζωμό, όπως νόμιζα πριν ολοκληρώσω την ανάγνωσή της. Γιατί μες στις σελίδες του βιβλίου προβάλλεται η στάση ζωής μιας αγέρωχης προσωπικότητας, με ιδανικά, αξίες και σθένος που κατάφερε να πραγματοποιήσει έναν ύψιστο σκοπό ζωής: να αναθρέψει παιδιά περήφανα κι ωραία ανεξάρτητα από τις συνθήκες, που πολλές φορές στένευαν επικίνδυνα. Κι εδώ θέλω να συγχαρώ το συγγραφέα, που δεν κρύβεται ούτε στο θέμα αυτό. Γιατί τον παραδέχτηκα που φανερώνει όλες τις αλήθειες που αφορούν τα πρόσωπα της οικογένειάς του· εξηγεί δίχως να δικαιολογεί και δεν κάνει καμία προσπάθεια ούτε να ωραιοποιήσει τα πράγματα ούτε να αποσιωπήσει πράγματα που ‘ναι δύσκολο να ειπωθούν.

Ευφροσύνη λένε τη μάνα του κι ηρωίδα του βιβλίου, που δεν έχει εικόνες, γιατί δεν τις χρειάζεται, καθώς συμβαίνει το κινηματογραφικό ταλέντο του συγγραφέα του να ζωντανεύει μες στο νου του αναγνώστη όλες τις εικόνες του και να τις μετατρέπει αυτόματα σε ταινία. Ενώ, λοιπόν, θα «‘πρεπε» η ζωή της Ευφροσύνης να συμβαδίζει με τη χαρά, καταπώς δηλώνει τ’ όνομά της, δε γίνεται αυτό. Γιατί η ζωή αλλιώς τα φέρνει κι η Ευφροσύνη έπρεπε να δοκιμαστεί «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» για να λάμψει. Σίγουρα υπήρξε ένα ισχυρό πρότυπο για το γιο της, με τα ιδανικά της. Πώς θα ‘τανε ο κ. Τσαρουχάς, αν η μάνα του δεν είχε υπάρξει αυτή που ήταν;

«Ως χρυσός εν χωνευτηρίω» από τα μικράτα της, λοιπόν. Από την εποχή της ζωής της όπου θα ‘πρεπε να παίζει ανέμελη κι αμέριμνη –αυτό σημαίνει «παιδί»- ως το τέλος της ζωής της. Ένα από τα πάμπολλα παιδιά της προσφυγιάς, ένα από τα Ελληνόπουλα που ξεριζώθηκαν από γη ελληνική επί τρεις χιλιάδες χρόνια κι ήρθαν σε μια Πατρίδα απροετοίμαστη να τους υποδεχτεί. Η πορεία τους πορεία μαρτυρίου· περνούσαν συνεχώς ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, μέσ’ από Συμπληγάδες πέτρες. Άλλοι δεν άντεξαν, άλλοι τσακίστηκαν, άλλοι σώθηκαν από θαύμα, στους τελευταίους κι η Ευφροσύνη. Μαρτύριο κι εκεί ώσπου να γλιτώσουν από τα μαχαίρια που έβγαλαν εναντίον τους άνθρωποι που οι δικοί μας θεωρούσαν φίλους, αφού συνυπήρχαν αρμονικά ως την εποχή της φρίκης. Όμως ο πόλεμος εξαγριώνει τους ανθρώπους, βγάζει στην επιφάνεια ένστικτα που ίσως κι οι ίδιοι να μην ήξεραν πως έχουν εντός τους. Και, πολύ δίκαια ο συγγραφέας αναφέρεται και στις ωμότητες που διαπράξαμε κι εμείς οι Έλληνες. Δεν τις αποσιωπά. Όμως η ηρωίδα του βιβλίου το διατυπώνει πολύ ξεκάθαρα: εις βάρος των Ελλήνων υπήρχε οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης-αυτό δεν το αμφισβητεί κανένας σοβαρός ερευνητής, το κάνουν μονάχα όσοι βάζουν άλλα πράγματα πιο πάνω από την αλήθεια.

Αγαπητοί μου συμπολίτες,
Ομολογώ πως «Το Ρόδο της Κυζίκου» το διάβασα απνευστί. Είχα αγωνία να μάθω ποιος σώθηκε και ποιος όχι. Κέρδισα πολλά. Είδα από πολύ κοντά τα διλήμματα που κρύβονται πίσω από τις ενέργειες και τις αποφάσεις. Έζησα τις δυσκολίες να καταλήξουν οι άνθρωποι κάπου· πώς να αποφασίσεις για το τελείως αβέβαιο μέλλον, χωρίς να διαθέτεις κανένα στοιχείο που να ρίχνει λίγο φως στο νου; Είδα το σχίσιμο οικογενειών στα δύο: σ’ αυτούς που έφυγαν και σε κείνους που έμειναν και στους οποίους δε γίνεται άλλη αναφορά μες στο βιβλίο. Είδα το ρίσκο σε ό,τι κι αν αποφασιζόταν τότε. Είδα ένστικτα που εκ των υστέρων δικαιώθηκαν και ένστικτα που δε βγήκαν σε καλό. Αλλά δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Για πρώτη μου φορά, μέσ’ από την ιστορία της Ευφροσύνης, κατάλαβα τόσο καλά τι ακριβώς σήμαιναν οι λευκές πορείες θανάτου των Μικρασιατών προσφύγων. Κι είδα τα ατέλειωτα βάσανα αυτών που αποβιβάζονταν από τα καράβια στα λιμάνια της εδώ πατρίδας τους: αρρώστιες θανατηφόρες, εκμεταλλευτές της ανάγκης των προσφύγων-Τούρκοι, αλλά κι Έλληνες, εγκατάλειψη από τη μητέρα Ελλάδα. Πόνος κι απογοήτευση, απόγνωση κι απελπισία. Κι ατέλειωτα αδιέξοδα.

Μα όμως ο Θεός δεν τους εγκατέλειψε. Ο Θεός κι η ξεχωριστή και πεισματάρικη φύτρα τους. Ο συγγραφέας το περιγράφει έξοχα: οι Αρτακιανοί –από 12.000 στην παλιά πατρίδα μετά βίας 2.000 στη νέα πατρίδα, οι αριθμοί τα λένε όλα- διάλεξαν έναν τόπο χέρσο, έναν ξερότοπο, για να εγκατασταθούν, βέβαιοι όμως πως με τη δουλειά τους θα τα καταφέρουν. Και τα κατάφεραν να τον αναστήσουν και να τον κάνουν αγνώριστο και να προκόψουν. Μη σταματώντας να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους και να διεκδικούν το δίκιο τους.

Κύριε Τσαρουχά,
Σίγουρα είστε πολύ περήφανος για την αρτακιανή εκ μητρός καταγωγή σας και σίγουρα της οφείλετε πολλά από αυτό που είστε. Ένα για το οποίο είμαι βέβαιη η δημιουργικότητά σας, έτσι δεν είναι; «Οι Αρτακιανοί είναι μεγαλοϊδεάτες κι ονειροπόλοι» γράφετε, «τα όνειρά τους είναι ταυτισμένα με την ιστορία και τα μεγάλα όνειρα του Γένους» και μακάρι όλοι οι Έλληνες σήμερα να ήταν ή να ξαναγίνονταν έτσι. Αυτό είναι που χρειάζεται η σημερινή Ελλάδα για να ανακάμψει χάριν των παιδιών και της Πατρίδας. Χάριν αυτών των δύο…

Διάβαζα και χαιρόμουν τη δύναμή σας να αναφέρεστε στην πίστη μας και στα θαύματα. Αλλά δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού, όταν όλα τα των ανθρώπων ήταν εναντίον των προσφύγων προγόνων σας, είχαν μονάχα το Θεό τους για να καταφεύγουν, μόνο Αυτόν για να τους συμπαραστέκεται· Αυτόν και άξιους εκπροσώ- πους του σαν τον παπα-Στυλιανό με τα ξεφτισμένα ράσα που έλεγε και ξανάλεγε «Αν είναι να σωθούμε, να σωθούμε όλοι μαζί», σε μια προσπάθεια να κρατήσει τους ενορίτες του ενωμένους. Χαιρόμουν να διαβάζω τις αναφορές σας στις πατροπαράδοτες αρχές και τις αξίες μας που κράτησαν το Γένος μας όρθιο μέσα στις άγριες περιπέτειές του που φαίνεται πως τελειωμό δεν έχουν.

Το λέτε και σεις: «Δε θα ησυχάσει ποτέ αυτός ο τόπος!» και αυτή είναι μια μεγάλη αλήθεια που τώρα πια κανείς Έλληνας δεν αμφισβητεί. Αλλά εσείς πάλι, με την αφήγηση της ιστορίας της μάνας σας, που δεν περιορίζεται μονάχα στη μεγάλη περιπέτεια της μεγαλύτερης ανταλλαγής πληθυσμών στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά απλώνεται και στα μετέπειτα δεινά που ταλάνισαν τον τόπο, στον πόλεμο του Σαράντα, στο φοβερό εμφύλιο, με την ιστορία της μάνας σας, λοιπόν, μας δείχνετε το δρόμο· με την ιστορία του Ρόδου της Κυζίκου, στην οποία πιστεύω πως είναι συμπυκνωμένη η ιστορία του μαρτυρίου όλου του Μικρασιατικού Ελληνισμού και του Ελληνισμού γενικότερα.

Κι είμαι σίγουρη πως δεν έχω πέσει έξω ούτε σ’ αυτό ούτε στη βεβαιότητά μου πως απόψε αγάλλεται η ψυχή της Ευφροσύνης, απόψε, που συνέπεσε κιόλας να ‘ναι Ψυχοσάββατο, φτερουγίζει αναπαυμένη για το καλύτερο μνημόσυνο που κάνετε με το βιβλίο σας στους προγόνους σας και σ’ όλους τους Έλληνες που με βία έχασαν τη γη τους και τους ανθρώπους τους.

Και μας δώσατε την ευκαιρία να πιούμε ένα ποτήρι κρασί πασαλιμάνι με άρωμα καραμέλας από την Παλαιά Αρτάκη. Εις ανάπαυσιν της ψυχής τους και για να ‘ναι η μνήμη τους αιωνία…


*Είναι το κείμενο της παρουσίασης του βιβλίου «Το Ρόδο της Κυζίκου», που έγινε στην αίθουσα του δημ. συμβουλίου Καστοριάς το Σάββατο 20/10/2012. Το βιβλίο πωλείται στο κατάστημα public.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 14 Φεβρουαρίου 2013, αρ. φύλλου 679


Σχετικά κείμενα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ