17.10.12

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ


III. ΒΑΚΧΟΣ


Α΄ - ΒΑΡΕΛΟΘΗΚΗ

Ἔξω, ἔξω τὰ βιβλία!
Στὴ φωτιὰ ἡ φλυαρία.
Λέξες, λόγοι ὅλα κάτω!
Τί τοῦ κάκου τὰ φυλάττω;

Τὸν Ἀπόλλωνά τους ρίξε
καὶ τὲς Μοῦσες ὅλες πνίξε.
Τὴν πικρή τους δάφνη καῦσε
κι ἀπ’ τοὺς κόπους πλέον παῦσε.

Βάλε Βάκχον καὶ Μαινάδες
καὶ βαρέλια μυριάδες
νὰ γενεῖ βαρελοθήκη
ἡ χρυσὴ βιβλιοθήκη!

Ὁ κισσὸς ἂς πρασινίσει
καὶ τὸ κλῆμα ἂς ἀνθίσει,
νὰ γλυκάνει τὸ σταφύλι
τὰ πικρά μου τοῦτα χείλη.

Μή μὲ λέγεις καλαμάρι˙
μόν' κανάτα, μόν’ πιθάρι.
Μὴ κοντύλο˙ μόν’ κροντήρι
καὶ γαβάθα καὶ ποτήρι.

Θέλω θέλω νὰ καθήσω
νὰ χαρῶ, νὰ εὐθυμήσω
μὲ τὸν Βάκχον μου τὸν φίλον
στῆς βαρέλας μου τὸν τύλον.




Β’ – ΚΑΤΑΡΑ

Νὰ μὴ φθάσω, νὰ μὴ ζήσω,
ἂν μιὰ μέρα δὲ μεθύσω!
Κι ἂν πεθάνω νὰ πεθάνω
στὸ ποτήρι μου ἀπάνω.

Τὴν ἀμέθυστη ζωή μου
νὰ τὴν ἔχουν οἱ ἐχθροί μου˙
μόν’ ἐκεῖνοι, ὅσο ζήσουν,
νὰ μὴ φθάσουν νὰ μεθύσουν.

Ὁπ’ ὁ Βάκχος δὲν σφυρίζει
κι ἡ ποτήρα δὲν γυρίζει,
ἡ ζωή ‘ν τῇ ἀληθείᾳ
αἰωνία τυραννία.



Γ’ – ΜΕΘΥΣΙ

Νὰ μεθύσω, νὰ μεθύσω,
τὴν καρδιά μου νὰ δροσίσω,
καὶ τὸν νοῦν μου νὰ ζαλίσω,
τὰ κακὰ ν’ ἀλησμονήσω.

Νὰ μεθύσω, νὰ μεθύσω,
τὲς φροντίδες μου ν’ ἀφήσω
τὲς ἐλπίδες νὰ σκορπίσω
κι ἀδιάφορος νὰ ζήσω.

Νὰ μεθύσω, νὰ μεθύσω,
νὰ χαρῶ νὰ εὐθυμήσω,
νὰ χορέψω, νὰ πηδήσω,
νὰ φωνάξω, νὰ λαλήσω.

Νὰ μεθύσω νὰ μεθύσω,
εἰς τὰ κάλλη νὰ ὁρμήσω,
τρυφερὰ νὰ τὰ φιλήσω,
καὶ ἐκεῖ νὰ ξεψυχήσω!



Δ’ – ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ

Ὅταν πίνω τὸ κρασάκι
στὸ χρυσὸ τὸ ποτηράκι
καὶ ὁ νοῦς μου ζαλισθῆ,
τότ’ ἀρχίζω καὶ χορεύω
καὶ γελῶ καὶ χωρατεύω
κι ἡ ζωή μ’ εὐχαριστεῖ.

Τότε παύουν οἱ φροντίδες,
τότε σβήνουν οἱ ἐλπίδες.
τότε φεύγουν οἱ καπνοί.
Κι ἡ καρδιά μο γαληνίζει
καὶ τὸ στῆθος μου ἀρχίζει
ν’ ἀνασαίνει, ν’ ἀναπνεῖ.

Γιὰ τὸν κόσμον δὲν μὲ μέλει,
ἂς γυρίζει ὅπως θέλει˙
τὸ κρασάκι μου νὰ ζεῖ!
Ἡ κανάτα νὰ μὴ στείψει,
ἀπ’ τὸ πλάγι νὰ μὴ λείψει,
νὰ πεθάνομε μαζί!



Ε’ – ΑΤΑΡΑΞΙΑ

Δυσάρεστη ψυχή μου,
γαβάθιζε καὶ κοίμου,
Ὁ κόσμος (μὴ σὲ μέλει)
ἂς κάμει ὅπως θέλει.

Ἀρχῆθεν ἔτζ’ ἐκτίσθη
καὶ ἔτζ’ ἐσχηματίσθη˙
καὶ δὲν μπορεῖ ν’ ἀλλάξει
τὴν ἄτακτή του τάξη.

Λοιπόν, παραίτησέ τον˙
κουρεύου, κόσμε ‘πέ τον.
Καὶ μόνον κέρνα, χύνε
καὶ σφίγγε, ρούφα πίνε!



 ΣΤ’ – ΒΑΘΡΑΚΟΣ

Ἐσύ, φίλε μουσικέ
φωνακλά μου βαθρακέ,
νερὸ πίνοντας γλυκὰ
κελαϊδεῖς τὸ ἀκακά.

Κι ἐγὼ πίνοντας κρασὶ
μὲ τὴν κούπα τὴν χρυσὴ
μὲς στὰ δένδρα τ’ ἀνθηρὰ
τραγουδῶ τὸ τερερά.

Ἔλ’ ἂς πίνομε μαζί,
ὁ καθένας ὅσο ζεῖ˙
καὶ τὸν κόσμον τὸν καλὸν
ἂς γελοῦμε σὰν λωλόν.

Τύφλες νά ‘χουν τὰ πολλὰ
καὶ μεγάλα του καλά,
καὶ τὰ πλέον θαυμαστὰ
εἰς τὸ πιεῖ μας ἐμπροστά.



Ζ’ – ΦΥΣΙΣ

Μοῖρες μου πολυτεχνίτρες,
τῆς ζωῆς μας κυβερνῆτρες
τί πεθαίνω, ἂν γεννιοῦμαι;
κι ἂν πεθαίνω, τί γεννιοῦμαι;

Ἄνθρωπε οἱ Μοῖρες λέγουν
ὅτι εἰς τοῦτο δὲν σὲ φταίγουν
καὶ αὐτὴν τὴν κωμωδία
σὲ τὴν παίζουν τὰ στοιχεῖα.

Ζωντανά ‘ναι, τρέχουν, σμίγουν
κι εὐθὺς πάλ’ ἐκεῖ ξεσμίγουν.
Μιὰ συμπλέκουν, μιὰ ξεμπλέκουν
καὶ ποτὲ ποσῶς δὲν στέκουν.

Ὅλη τέτοια εἶν’ ἐπίσης
ἡ παντάστατή τους φύσις˙
κι ἀπ’ αὐτὴν λοιπὸν στοχάσου,
τρέχ’ ἡ γέννα κι ἡ φθορά σου.

Ὁ σωρός τους ὁ σμιγμένος
εἶσ’ ἐσὺ ὁ γεννημένος
κι ὁ σωρός τους ὁ ξεσμιγμένος
εἶσ’ ἐσὺ ὁ πεθαμένος.

Τοῦτο ξεῦρε το καὶ γέλα
κι ἔλ’ νὰ πᾶμε στὴ βαρέλα,
νὰ ρωτήσουμε κι ἐκείνη
τί ἀπόκριση μᾶς δίνει.



Η’ – ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ

- Ἄϊ, ζωή μου!
- Τί ζωή μου;
τί στενάζω λυπηρά;
Τοῦτο νέον
δὲν εἶν’ πλέον˙
θ’ ἀπεθάνω μιὰ φορά.

Ὅσον ὅμως
νἄρθ’ ὁ νόμος
τοῦ θανάτου ὁ πικρός,
ἂς πηδήξω
ν’ ἀποδείξω
πὼς δὲν εἶμ’ ἐγὼ νεκρός.
Λέγε, λύρα
πρὶν ἡ Μοίρα
μᾶς προφθάσ’ ἡ σκοτεινὴ
νὰ χαροῦμε,
ὅσο ζοῦμε
τὴ γλυκή σου τὴ φωνή.

Βάκχε, χύνε!
Φίλε, πίνε!
πίνε, λέγω ρουφιστὰ
ὣς τὸν πάτο
τὸ γεμάτο
τὸ ποτήρι σου σωστά.

Κι ὅταν θέλει,
δὲν μᾶς μέλει,
καὶ ὁ Χάρος ἂν ἐρθῆ˙
καὶ τὸ σῶμα
μὲς στὸ χῶμα
μὲς στὸν τάφον ἂς συρθῆ….



Θ’ – ΦΡΟΝΤΙΣ

Τί μὲ μέλει; τί φροντίζω;
κι ἂν φροντίζω τί ἐλπίζω;
καὶ τί τάχα καρτερῶ;
Νὰ πηδήξω νὰ πετάξω
τὸ μελλούμενο ν’ ἀλλάξω
παντελῶς δὲν ἠμπορῶ.

Ὅ,τ’ ἡ Μοίρα διορίσει
δὲν εἶν’ τρόπος νὰ γυρίσει,
θὰ γενεῖ καὶ θὰ γενεῖ.
Ὅλα τ’ ἄλλα εἶν’ χαμένα
οὔτε γίνεται κανένα,
ἂν αὐτὴν δὲν τὴν φανεῖ.

Νέος εἶμαι; θὰ γεράσω,
τὴν ζωή μου θὰ τὴν χάσω
καὶ σὰν ἥσκιος θὰ σβησθῶ.
Ὅσα κάμω καὶ πασχίσω,
εἰς τὸν κόσμον θὰ τ’ ἀφήσω
καὶ γυμνὸς θ’ ἀφανισθῶ.

Τὸ λοιπόν, γιατί φροντίδες;
γιατί φόβοι καὶ ἐλπίδες,
γιατί τόση ταραχή;
Βάκχε, φίλε κοίμισέ με˙
Ἔρωτά μου, ξύπνησέ με,
ὅταν φέξει τὸ ταχύ.



Ι’ – ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ (Β’)

Δὲν θέλω νὰ ἐλπίζω
δὲν θέλω νὰ φροντίζω
τὸ μέλλον στὴν ζωήν.
Τὸ σήμερα προκίνω,
τὸ Αὔριο τ’ ἀφήνω
στῆς Τύχης τὴν ροήν.

Τὸ τ’ ὕστερα θὰ γένει
καὶ τί μὲ ἀναμένει
ποσῶς δὲν τὸ φρονῶ˙
ποτὲ δὲν τ' ἀναβάνω
γιατὶ τὸν νοῦν μου χάνω
καὶ ματαιοπονῶ

Ἂς γένει ὅ,τι θέλει
τελείως δὲν μὲ μέλει,
ἂς πέσ’ ὁ οὐρανός˙
ἡ γῆ μας ἂς βουλήσει
κι ὁ ἥλιος ἂς σβήσει,
κι ἂς μείνει σκοτεινός.
 Ἐγὼ ζητῶ τὸ Τώρα˙
καὶ τούτη μόν’ τὴν ὥρα
ὁπόσο ἠμπορῶ,
τὸν Βάκχον μου ρουφώντας
τὸν Ἔρωτα φιλώντας
πασχίζω νὰ χαρῶ.



ΙΑ’ – ΘΕΛΗΣΗ

Πλοῦτον δὲν θέλω,
δόξαν δὲν θέλω,
οὔτ’ ἐξουσίαν,
ποτὲ καμμίαν.

Δὲν θέλω γνώσην
οὔτε κἂν τόσην,
ὅσ’ εἶν τοῦ ψύλλου
κι ὅσ’ εἶν’ τοῦ ξύλου.

Τοῦτες οἱ κρύες
οἱ φαντασίες
ὅσο εὐφραίνουν,
τόσο πικραίνουν.

Θέλω εἰρήνην,
ψυχῆς γαλήνην,
χοροὺς Ἐρώτων,
Βάκχους καὶ κρότον.

Θέλω τραγούδια,
κήπους, λουλούδια
καὶ χωρατάδες
στὲς πρασινάδες.

Τοῦτα λατρεύω,
τοῦτα ζηλεύω
κι εἰς τοῦτ’ ἀπάνω
θέλ’ ν’ ἀποθάνω.



 ΙΒ’ – ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ
Τί κοπιάζω;
τί κινδυνεύω;
τί τὴν ζωήν μου
τὴν δυσκολεύω;

Πρὸς τί ν’ ἡ δόξα;
πρὸς τί τὰ πλούτη
καὶ ἡ μωρία
κι ἡ πλάνη τούτη;

Ὅσα κι ἂν κάμω
καταλαμβάνω,
θνητὸς ὅτ’ εἶμαι
καὶ θ’ ἀπεθάνω.
Κι ἂν καὶ τὸν κόσμον
ὅλον κερδίσω
σὰν ἔρθ’ ὁ Χάρος,
θὰ τὸν ἀφήσω.

Φύγετε, τρέλες!
Ἔλα, κρασάκι,
μὲς στὸ χρυσό μου
τὸ ποτηράκι.

Ἐσύ ‘σαι δόξα
καὶ μεγαλεῖα,
ἐσύ ‘σαι πλοῦτος
καὶ εὐτυχία!



ΙΓ’ – ΣΠΟΥΔΗ
Τί τοῦ κάκου κοπιάζεις
καὶ ἀνόητα σπουδάζεις,
γιὰ νὰ μάθεις τεχνικὰ
τ’ εἶν’ τὸ ἄλφα καὶ τὸ βήτα
καὶ τὸ ζήτα καὶ τὸ ἤτα
καὶ τὰ ἄλλα τὰ κακά;

Ἐρωτῶ σε˙ τί κερδαίνεις,
ἂν γραμματισμένος γένεις,
ἂν φιλόσοφος βαθύς;
Τάχα δὲν καταλαμβάνεις,
ὅτι πάλε θ’ ἀπεθάνεις
σὰν ὁ πρῶτος ἀμαθής;

Ἄφ’ σε τούτη σου τὴν τρέλα
καὶ κολλήσου στὴ βαρέλα,
ποὺ σὲ κράζει μὲ χαρά,
νὰ σὲ μάθει γιὰ νὰ γίνεις
σπουδαιότατος, νὰ πίνεις
ἕνα μέτρο στὴ φορά.

Τοῦτο βλέπε νὰ σπουδάξεις,
τοῦτο πάσχιζε νὰ πράξεις
κι ὄχι τ’  ἄλλα τὰ τρελά,
θέματ’ ἄρρατα γραμμένα
καὶ νερὰ κοπανισμένα
καὶ δασκάλων λαλαλά.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2 Αυγούστου 2012, αρ. φύλλου 653


Σχετικά κείμενα:
 

2 σχόλια:

  1. Ε. Μ.23/10/12

    Κανένα σχόλιο για τον πρώτο (και μοναδικό) ποιητή της Καστοριάς κατά το παρελθόν. Κι όμως, πανελλαδικά είναι αναγνωρισμένος ως ένας από τους τρεις προδρόμους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μιμόζα η αισχυντηλή23/10/12

    Είναι σύνηθες να μην εκτιμάται ό,τι θεωρείται "κεκτημένον". Σε πολύν κόσμο φαίνονται πιο γοητευτικά τα "φρέσκα".
    Κι όμως, η ποίηση (και όλη η δράση) του Χριστόπουλου είναι σαν το παλιό καλό κρασί. Και ο Διονύσιος Σολωμός τον είχε πρότυπο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ