13.9.12

ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΜΠΑΓΓΟΥ: Η πρώτη περιπέτεια της μικρής κόρης

Βαραίνουν όμορφα τ’ αστέρια τ’ ουρανού το ύφασμα,
Καθώς καθένα τους μαζεύει τη μάζα που του ορίζει το μποζόνιο του Θεού.
Όλα κούνια-μπέλα κάνουνε στου σύμπαντου την αγκαλιά
Βυζαίνοντας απ’ το πανώριο στήθος το ωραίο- άσπρο γάλα, λίγο πριν πετρώσει.
Τα φρέσκα χρόνια των παιδιών ειν’ τα καλύτερα, γιατί έχουνε ρυθμό και φαντασία.
 -Λοιπόν, τι κι αν μεγάλωσα; Εκεί ακουμπώ ακόμα….

Η κυρία Μάρω, η πονηρή αλεπού με τ’ όνομα, ξεκίνησε πρωί-πρωί απ’ τη φωλιά της για να πάει στο διπλανό χωριό, στις παρυφές του δηλαδή, για να βρει κανένα φρέσκο και λαχταριστό κοτοπουλάκι, να το φάει- με όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες- να γεμίσει το στομάχι της και να νοιώσει την γνώριμη περηφάνια της κυνηγήτρας της φύσης.

Και δεν ήταν η μόνη που ξύπνησε με το πρωτο- σκίρτημα της μέρας. Όλα γύρω της έπαιρναν καινούργια ζωή. Ένας κότσυφας, καθισμένος στο κλαδί πάνω από την φωλιά της, έκανε την πρωινή του γυμναστική κελαηδώντας ρυθμικά: ένα στο αριστερό του πόδι! δύο στο δεξί! κούνημα της κεφαλής δεξιά κι αριστερά, και σύρσιμο της ουράς με κυκλικές κινήσεις όλο χάρη!
 Τον τυχεράκια, σκέφτηκε η αλεπού, αυτός κάνει αεροπορικά ταξίδια κι εγώ περπατητά. Τρεχάτε ποδαράκια μου γιατί όσο στέκεστε ο δρόμος παραμένει μακρύς, ενώ όταν περπατάτε όλο και κοντύτερος γίνεται. Δεν είχε η καημένη και το χάρισμα να τραγουδά, για να περνά η ώρα της πιο ευχάριστα. Προσπάθησε να βγάλει έναν καλό ήχο, σαν να μυξόκλαιγε όμως ακούστηκε και έκλεισε το στόμα της απογοητευμένη. Άσε που μπορεί να την έπαιρνε κάποιος είδηση και να χαλούσαν τα σχέδιά της. Κανένας κυνηγός ή καμία αντίζηλος της αλεπού που ξύπνησε ορεξάτη κι εκείνη.
Τίναξε ελαφρά το σώμα της και κούνησε πάνω κάτω την ουρά της. Αισθάνθηκε βαθειά ικανοποίηση. Αυτή η ουρά ήταν δώρο Θεού. Χαλκοκάστανη με μακριές γυαλιστερές τρίχες. Αν το παρομοίαζε με τα ανθρώπινα, έμοιαζε με κυρία αριστοκρατικής καταγωγής. Και μήπως δεν ήταν άλλωστε; Μπορεί απ’ τα ζώα του δάσους να ήταν η ομορφότερη. Και ήταν ακόμα πολύ νέα και ζωηρή. Είχε σχέδια στο μυαλό της. Περιπέτειες συνδυασμένες με απολαύσεις την περίμεναν. Κι ήταν γνωστή για την πονηριά της. Τους λύκους, που ήταν και δυνατότεροί της, τους έπαιζε στα δάχτυλα. Ήταν φορές που τους άρπαζε το φαγητό μέσα απ’ το στόμα, και τα βιαστικά λαγουδάκια τα μάρκαρε καλύτερα κι από ποδοσφαιριστή. Δεν ήταν όποια κι όποια, ήταν η κυρία Μάρω με όλα της τα χαρίσματα.
Στο σπίτι του κυρίου Δημήτρη και της κυρίας Αλεξάνδρας είχαν χαρές μεγάλες. Γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί και ήταν μάλιστα κορίτσι. Κορίτσαρος, θάλεγε ένας παρατηρητής με καλή όραση. Ψηλό παιδί, χαριτωμένο και φαγανό. Ένοιωθαν ικανοποιημένοι και οι δυό γιατί η ζωή τους πήγαινε ένα βήμα παραπέρα. Τα μάτια τους ήταν στραμμένα ολημερίς κι ολονυχτίς, σχεδόν, στο πρόσωπο του παιδιού. Ένα προσωπάκι που άλλαζε ώρα με την ώρα, κι αυτοί προσπαθούσαν να ξεδιαλύνουν τα χαρακτηριστικά του και να το γνωρίσουν. Είχαν συμβάλει με την θέλησή τους, βέβαια, στην γέννησή της, αλλά δεν είχαν διαλέξει συνειδητά τίποτα από ό, τι συνέθετε την μικρή. Είχε αποφασίσει η φύση γι’ αυτούς. Αυτή η μεγάλη μάνα και τροφός όλων μας. Αυτή που μας πλάθει με την μορφή του ανθρώπου, μας κάνει ικανούς για το κακό και το καλό, μας δίνει αδυναμίες και χαρίσματα, ευαισθησία κι αντοχή.

Η αλήθεια είναι ότι την μοίρα του ανθρώπου, από τα χρόνια τα παλιά, την είχαν αναλάβει, κατ’ αποκοπή, τρεις θεραπαινίδες. Η Κλωθώ που άρχιζε να ξετυλίγει- από την στιγμή της γέννησης- το κουβάρι της ζωής, η Λάχεση που μοίρανε τα νεογέννητα με την τύχη και την ατυχία, και η Άτροπος- κούφια η ώρα της- που ρύθμιζε τον συνολικό χρόνο στο ρολόι που θα σήμανε το τέλος της ζωής. Στα πολύ αρχαία χρόνια μοίραναν τους ανθρώπους με εντολή του Δία- του Μοιραγέτη, όπως αποκαλούνταν- αλλά από τότε που καθαιρέθηκε από τον θρόνο του έγιναν αυτόνομες και δρούσαν με την δική τους θέληση και μόνο.

Ξεκίνησαν, λοιπόν, σχεδόν την ίδια στιγμή που βγήκε κι η αλεπού από την φωλιά της, για να πάνε στα γεννητούρια. Φορούσαν ακόμα τα παλαιά τους ενδύματα, χιτώνες και σανδάλια και περπατούσαν με ζωηρό βήμα, δίπλα απ’ το μονοπάτι που είχαν ανοίξει οι χωρικοί για να πηγαίνουν στους αγρούς τους. Παρ’ όλες τις προφυλάξεις που πήραν δεν ξέφυγαν από το βλέμμα τριών εφήβων που πήγαιναν στην λίμνη για να προπονηθούν στην κωπηλασία. Αυθάδεις, ως συνήθως, οι έφηβοι, γέλασαν με την εμφάνιση τους και τις είπαν ότι καθυστέρησαν πολύ, γιατί στην Καστοριά τα καρναβάλια γιορτάζονται το χειμώνα κι όχι το καλοκαίρι. Κοντοστάθηκαν και δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Είχαν και το παράδειγμα του Δία, που δεν εκσυγχρονίστηκε και τον κατέβασαν απ’ το θρόνο. Δεν ήθελαν να πάθουν κι αυτές τα ίδια. Και η εξέλιξη της ζωής στη γη έδειχνε καθαρά πως ό,τι δεν προσαρμόζεται με τα καινούργια, σιγά-σιγά παύει να υπάρχει. Αποφάσισαν, λοιπόν, να επισκεφτούν μια μπουτίκ για να ντυθούν με τα κατάλληλα ρούχα.

 Στην βιτρίνα του καταστήματος ήταν φορεμένες, σε πλαστικές κούκλες ,κοντές φούστες και πανταλόνια με τα ανάλογα μπλουζάκια. Κι όλα με φανταχτερά, άγρια χρώματα. Κι αυτές ήταν συνηθισμένες να φορούν αραχνοΰφαντα πέπλα και χιτώνες, σε ήμερους χρωματισμούς, από βαφές που έβγαιναν απ’ τα φυτά, ενώ κάποιες κόκκινες παράγονταν απ΄ τα κοχύλια της θάλασσας. Σκοπός τους, βέβαια, ήταν να μοιάζουν όσο γίνονταν περισσότερο με τους ανθρώπους του 2012, για να περνούν απαρατήρητες. Είχαν χάσει , εδώ και καιρό, την ιδιότητα να είναι αόρατες σ τα ανθρώπινα μάτια. Όχι γιατί είχαν αλλάξει αυτές, οι άνθρωποι είχαν γίνει δύσπιστοι, και πολύ σπάνια, πια, έβλεπαν οράματα, πράγμα που τις ανάγκασε να πλησιάσουν οι ίδιες τους ανθρώπους. Και ιδού η κατάντια τους, μέχρι και στο ντύσιμο τους μιμούνταν. Η Κλωθώ φόρεσε ένα ροζ φουστάνι, πολύ στενό για τον σωματότυπό της, που την ανάγκαζε να περπατά με μικρά βηματάκια – σαν γκέισα- , η Άτροπος μαύρο πανταλόνι και μαύρο μπλουζάκι με χρυσά γράμματα που σχημάτιζαν την φράση “for ever” (για πάντα ,δηλαδή), ενώ η ίδια- πρώτα απ’ όλους- ήξερε ότι τίποτα δεν διαρκεί παντοτινά, έκανε-όμως- όπως κι εμείς, πως το πιστεύει. Η δε Λάχεση, ιδιότροπη όπως ήταν, το ένα ρούχο έβαζε, το άλλο έβγαζε και στο τέλος ντύθηκε με κίτρινο πανταλόνι και τριανταφυλλί μπλουζάκι, σαν αμερικάνα τουρίστρια. Μέχρις εδώ καλά τα είχαν καταφέρει, όταν όμως τις έδωσαν και παπούτσια να φορέσουν εκεί τα βρήκαν σκούρα. Δωδεκάποντα τακούνια τις έδωσαν και βλαστήμησαν την ώρα και τη στιγμή που υπάγονταν στο θηλυκό το γένος. Και πήραν τον δρόμο για να βρούν το σπίτι της Αλεξάνδρας και του Δημήτρη.

Κατευθύνθηκαν σε μια καινούργια περιοχή της Καστοριάς που λέγεται Χλόη και προσπαθούσαν να προσανατολιστούν διαβάζοντας τα ονόματα των οδών. Δεν ήταν και τόσο εύκολο αυτό. Η άναρχη δόμηση των σπιτιών τiς εμπόδισε να φτάσουν εκεί που ήθελαν. Στο τέλος, βέβαια, βρήκαν το σπίτι γιατί ήταν κοντά σε ένα super market. Κοντοστάθηκαν στην είσοδο για να συντονίσουν τις κινήσεις τους. Πήγαιναν ακάλεστες κι έπρεπε κάπως να συστηθούν στους ολοκαίνουργιους γονείς. Αν έλεγαν τα πραγματικά τους ονόματα, μάλλον δε θα τις πίστευαν και πιθανόν να μη τις έβαζαν, καν, μέσα στο σπίτι. Η Κλωθώ πρότεινε να πουν ότι ανήκαν σε κάποιο σύλλογο που βοηθά τους νέους γονείς και οι άλλες δυο την άκουγαν προσεκτικά. Σαν καλή τις φάνηκε αυτή η ιδέα και είπαν να τη θέσουν σε εφαρμογή. Δεν πρόλαβαν, όμως, γιατί τρεχαλητά άκουσαν στις σκάλες και είδαν να τρέχουν ο ένας πίσω από τον άλλον, γονείς, παππούδες και γιαγιάδες.
 Το παιδί! Το παιδί! Φώναζαν.
Τι είχε γίνει;
Εδώ, ακριβώς, μεταβάλλει τον ρου της ιστορίας μας η πονηρή αλεπού, η κυρία Μάρω.

Κατέβηκε, λοιπόν, από το κοντινό δάσος κι έφτασε στου Φουντουκλή. Εκεί είχε πάρει το αυτί της ότι υπήρχε ένα χτήμα που είχε κι ένα κοτέτσι με κότες και γαλοπούλες. Πλησίασε προσεκτικά. Όλα φαίνονταν ήρεμα. Οσμίστηκε μ’ ευχαρίστηση τον αέρα. Το περιβάλλον την ενέπνεε. Αισθάνονταν σαν κι εκείνους που τους αρέσουν τα κοψίδια, και τους τρέχουν τα σάλια όταν περνούν έξω από ψητοπωλείο. Ήταν ένα βήμα από την πορτούλα του κοτετσιού, όταν πετάχτηκαν επάνω της ξαφνικά ένας άσπρος μαλλιαρός σκύλος και μια άκρως επιθετική γαλοπούλα. Ο σκύλος της δάγκωνε με μίσος τα πόδια και η γαλοπούλα με δυνατά τσιμπήματα προσπαθούσε να της βγάλει τα μάτια. Οι δε κότες κακάριζαν δυνατά καθισμένες ολόγυρα, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας. Δεν είχε δεχτεί ποτέ μέχρι σήμερα τέτοιου είδους συνδυασμένη επίθεση. Δεν ήξερε πώς να αμυνθεί. Με μια απέλπιδα προσπάθεια γλίστρησε ανάμεσα τους και τρύπωσε στην αυλή του πρώτου σπιτιού που βρέθηκε μπροστά της. Της πήρε λίγη ώρα για να σταθεροποιήσει τις ανάσες της και τους χτύπους της καρδιάς της που έπαλε σαν τρελή. Μια γλυκιά οσμή από ψητό κοτόπουλο ξεχύθηκε από το παράθυρο ενός διαμερίσματος. Ευθύς τα ξέχασε όλα. Και θα την πείραζε, τάχα, που το κοτοπουλάκι θα το εύρισκε ψημένο; Όχι βέβαια! Ακολούθησε, λοιπόν, την μυρωδιά. Μπήκε στο σπίτι, αλλά η πόρτα της κουζίνας ήταν κλειστή. Στάθηκε σαν καημένη απ’ έξω. Τότε ακούστηκε το κλάμα ενός μωρού. Επρόκειτο για την κόρη της Αλεξάνδρας και του Δημήτρη που ένοιωσε μοναξιά, χωρίς την μητέρα της δίπλα. Τελείως παρορμητικά η κυρία Μάρω έτρεξε κοντά της. Η μικρή ξαφνιάστηκε βλέποντας την όμορφη μουσούδα της πάνω από την κούνια της και σταμάτησε το κλάμα. Η κυρία Μάρω ένοιωσε ικανοποιημένη. Άλλωστε οι ψυχές των ζώων γειτνιάζουν με τις ψυχές των παιδιών. Ζούνε σε μια παραδεισένια κατάσταση που χάνουμε, συν τω χρόνω, οι μεγάλοι άνθρωποι. Και συνεννοήθηκαν αυτά τα δυο ζωντανά πλάσματα με τα μάτια. Και γελούσαν κι έπαιζαν. Και λίγο πριν παρουσιαστεί στο δωμάτιο η μαμά της μικρής, τύλιξε η κυρία Μάρω με τα μπροστινά της πόδια, καλά στην κουβερτούλα το παιδί και το πήρε μαζί της.

Τι ήταν αυτό που έκανε; Μια απερίσκεπτη ενέργεια; Ηθελημένη απαγωγή; Μια από τις συνηθισμένες της κλοπές; Η πράξη της αυτή ήταν κάτι καινούργιο. Δεν έμοιαζε μ’ ό,τι άλλο έκανε παλιότερα. Και ούτε μπέρδεψε το παιδί των ανθρώπων με τα δικά της παιδιά, που ανέθρεψε στο παρελθόν. Την γοήτευσε το χαμόγελο της μικρής, το παιχνίδισμα των χεριών της, τα ματάκια της που την κοιτούσαν με μια χαρούμενη απορία. Κι αυτή η ίδια φαίνονταν αξιοθαύμαστη στα μάτια του παιδιού. Ένοιωσε αλλιώς τον εαυτό της, έγινε διαφορετική μαζί του. Ήταν μια ιερή στιγμή που το γένος των ανθρώπων και των αλεπούδων πλησίασαν και έγιναν κάτι παραπάνω από φίλοι.

Και πήρε το παιδί στο δάσος μαζί της. Το έβαλε τρυφερά πάνω στα χορταράκια κι έπαιζε μαζί του. Μέχρι και η φωνή της γλύκανε κι άρχισε να του λέει τραγούδια. Και τα πουλιά, γύρω-γύρω, μαζεύτηκαν και της έκαναν σεκόντο. Πόσο διήρκησε η συναυλία δεν έγινε σαφές, και όλα ησύχασαν όταν η μικρή αποκοιμήθηκε. Γιατί ο ύπνος τα παίρνει συχνά τα μωρά στο βασίλειό του, θέλει κι αυτός να τα χαίρεται. Και μετά κάμποση ώρα η μικρή ξύπνησε κι έβαλε τα κλάματα. Κι η αλεπού δεν είχε γάλα να της δώσει. Ήταν, όμως, υπεύθυνο ζώο, κατάλαβε ότι το παιδί χρειαζόταν τους γονείς του. Το τύλιξε, πάλι, καλά στην κουβερτούλα και με προσεκτικό, γρήγορο βηματισμό τ ο γύρισε πίσω. Μια καινούργια μέρα μόλις χάραζε. Το άφησε στην πόρτα του σπιτιού απαλά κι έβγαλε μια μεγάλη φωνή. Όλη η πολυκατοικία ξύπνησε και πρώτα απ’ όλους η Αλεξάνδρα και ο Δημήτρης. Είδαν το παιδί τους στο σκαλοπάτι να κλαίει γοερά. Το πήρε η μάνα του, το έβαλε στο στήθος της κι αυτό της χαμογέλασε. Οι δε μοίρες, που καιροφυλαχτούσαν πίσω από ένα δένδρο, βρήκαν την ευκαιρία και μπήκαν μέσα, σαν από ενδιαφέρον για το συμβάν. Κι όταν η Αλεξάνδρα πήγε στην κουζίνα για να τις φέρει το νερό που της ζήτησαν, εκείνες έκαναν την δουλειά τους.

 Το μοίραναν με καλοσύνη και τρυφερότητα ελπίζω, γιατί μπορεί - τι μπορεί; σίγουρο είναι- ότι φοβούνται την Αλεπού, που είναι αδύνατο των αδυνάτων να μη νοιάζεται και στο μέλλον για το παιδί αυτό!

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 12 Ιουλίου 2012, αρ. φύλλου 650.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ