5.9.11

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Ακούγοντας τις “μέλισσες του αόρατου”...


Tα «Ανεμώλια» του Ισίδωρου Ζουργού
μια ανάγνωση


μνήμη Δημοσθένη Κεπαπτσόγλου 


(…) Θεέ μου είπε ήρεμα. Η θάλασσα δεν είναι όπως την αποκαλεί ο Άλτζυ, η γκρίζα γλυκειά μας μάνα; Η μυξοπράσινη θάλασσα. Η αρχιδοσφίχτρα θάλασσα. «Επί οίνοπα πόντον». Ω, Ντεντάλους, οι Έλληνες. Πρέπει να σου τους γνωρίσω. Πρέπει να τους διαβάσεις στο πρωτότυπο! «Θάλαττα! Θάλαττα»! Είναι ή μεγάλη γλυκειά μας μάνα. Έλα να την κοιτάξεις (...)


-Τζέημς Τζόϋς, «Οδυσσέας» μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης

Φύγε , φύγε, φύγε είπε το πουλί. Το ανθρώπινο είδος
Δεν μπορεί ν’ αντέξει πάρα πολλή πραγματικότητα.


-Τ. S. Eliot «Τέσσερα κουαρτέτα» μτφρ. Εφη Αθανασίου

(…) Αγαπημένες μου μέρες και νύχτες στον «Θερσίτη»! Γράφω τόσον καιρό μετά, με πικρό καφέ και μεθώ στη μνήμη σας. Τι σημασία είχε τελικά τι απ’ αυτά ήταν ψέματα και τι αλήθεια; Το πιο σημαντικό πάντα σε μια έγχρωμη ζωή είναι τα όνειρα και το εμείς. Στον «Θερσίτη» όλος ο κτιστός κόσμος χαμογελούσε κι όλα τα άκτιστα μας βεβαίωναν πως φθορά και μοναξιά δεν υπάρχει. 
  
-Ισίδωρος Ζουργός, «Ανεμώλια» 



Το έκτο κατά σειράν βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού κυκλοφόρησε στις αρχές του Απρίλη με τον ιδιαίτερο τίτλο «Ανεμώλια»1. Λέξη παρμένη από τα ομηρικά έπη, που θέλει να δηλώσει τα λόγια που παίρνει ο άνεμος, τα μάταια κι ανώφελα, τα έωλα παραθύρματα ενός αγέρα που πνέει όχι μονάχα «επί οίνωπα πόντον» μα και στην καθημέραν των βροτών (=θνητών). Φτάνει να ορίζει λοιπόν η λέξη ακόμα και τις ζωές τις σχεδόν αναλώσιμες, όσες πήγαν στράφι μέσα στον σύγχρονο φρενήρη βίο, τα παραναλώματα εκείνα του καιρού που δεν έτυχε ποτέ -ίσως γιατί δεν μπόρεσαν, όμως ίσως και γιατί δεν πρόφτασαν μέσα στον ορυμαγδό - ν’ αφουγκραστούνε «τις μέλισσες του αόρατου» που αναφέρει ο Ρίλκε2…
 Ο λόγος για τους διαλεγμένους εκείνους εργάτες -μα ποιοί είναι;- που συνάζουν το συμπαντικό μέλι, που βομβούν αενάως πάνω από το κεφάλια μας δίπλα στ’ αυτιά μας, δίνοντας ένα νόημα στον πεπερασμένο ανθρώπινο βίο. Oι προθέσεις του συγγραφέα καθορίζονται ήδη απ’ όσα αυτός γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου μα και σε όσα περιέχονται σε δημοσιευμένο, αυτοαναφορικό ως προς το βιβλίο, κείμενό του με την ευκαιρία της έκδοσης3:
Μέσα από τα «Ανεμώλια» επιχειρείται η διείσδυση μέσα στον πυρήνα της ανδρικής φιλίας, ο δρόμος προς την ωριμότητα (αν αυτή ποτέ συντελείται στον άνδρα…), η καταγραφή της πολεμικής και διεκδικητικής φύσης του αρσενικού, όλα ιδωμένα μέσα από το φάσμα της παρακμής του άλλοτε φανταχτερού νεοελληνικού κόσμου. Ενός ψευτο-πολιτισμού όλο έπαρση που μετά τη γιορτή έχει αποστερηθεί όλα τα πλουμίδια του.

 «Η άμπωτις θα ερχόταν χρόνια αργότερα, τότε που θα μαζεύαμε στην ακτή ψόφια καβούρια και ψάρια και η άμμος θα στέγνωνε» 4.

Ιστορείται εδώ ακόμα, η αναπόληση της νεότητας που -σιωπηρά, ύπουλα και σταδιακά- χάνει το σφρίγος της. Και πάνω από όλα το κυνηγημένο και άπιαστο ιδανικό, το αιώνιο είδωλο-σύμβολο, η «ωραία Ελένη», αυτό το αδειανό πουκάμισο εμπρός στη θυσιαστική διάθεση των ανδρών, η Πύρρειος νίκη στη ζωή του άνδρα. Και παρασταίνονται φιγούρες σχεδιασμένες με απαλά χρώματα, διαβρωτικά όμως πολύ στη σύνθεσή τους, όντα ικανά να μολύνουν, να προκαλέσουν τραύματα αλλά και ικανά για τ’ ακριβώς αντίθετα πράγματα. Είναι εκείνες οι γυναίκες στηρίγματα, τα «κερκέλια» της ζωής, οι βαθιά χωμένες ρίζες που κρατούν όρθια τα δέντρα, άλλοτε δισέγγονα μιας Πηνελόπης κι άλλοτε σπορές της Καλυψώς όντα δαιμονικά και θεϊκά μαζί, αντικείμενα λατρείας και προσκυνήματα σαν εικονίσματα. Πάντοτε περιμένοντας κάποιον «Οδυσσέα» να φτάσει στο απάγκιο. Προδοσίες αλλεπάλληλες, σημαδεμένα με κραγιόν πουκάμισα των ανδρών, υπομονή, εγκαρτέρηση μνημειώδης απέναντι σε μεθύσια και ξενύχτια κι άλλες ακόμα εκδηλώσεις του γιορτερού και βοώντος βίου των ανδρών.

 Όλα τούτα δοσμένα μέσα από τεχνηέντως παραβιασμένους κώδικες των Ομηρικών επών, επικεντρώνονται σε μια προσπάθεια συνομιλίας του παλιού κόσμου με τον καινούργιο. Κατά τον συγγραφέα: «Στα Ανεμώλια διακυβεύεται ένα γνωστό στοίχημα στην ιστορία της λογοτεχνίας, η συνομιλία ενός μυθιστορήματος με την παράδοση του ομηρικού κόσμου». Υψηλού διαμετρήματος και μεγέθους λογοτέχνες έχουν στο παρελθόν επιχειρήσει πάντως στο θέμα. Ρηξικέλευθο, επηρμένο ή όχι αυτό το «διακύβευμα» του Ζουργού, επιτυχές ή ατυχές ας το κρίνει ο αναγνώστης. Κατά την δική μας άποψη το έχει κατορθώσει.

Πυρήνας του βιβλίου φαίνεται να είναι η «κρίση». Κρίση των ορίων του ανθρώπου, η κρίση του κτιστού κόσμου του, των ερεισμάτων του. Η κρίση της μέσης ηλικίας που προκύπτει σαν πρώτης τάξεως ευκαιρία να ψηλαφηθούν τα ανωτέρω. Εδώ ο άνθρωπος αρχίζει να μετεωρίζεται «μεταξύ σφύρας και άκμονος», ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία. Όπως και να το κάνουμε ή μέση ηλικία σε πλησιάζει τις πιο πολλές φορές χωρίς διόλου καλές προθέσεις ή προϋποθέσεις. Όταν μάλιστα το περιβάλλον το οποίο σε συναντά αφορά μια γενικευμένη οικονομική, πολιτιστική, κοινωνική και ηθική κρίση τότε τα πράγματα αποκτούν σχεδόν μεταφυσικό χαρακτήρα. Η έξοδος, η φυγή έχουν ως προαπαιτούμενο την σκοτεινή και ασφυκτική ζωή ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες μιας απόδρασης με εκστρατευτικούς όρους.

 (…) «Σ΄αυτόν τον τελευταίο αφωταγώγητο χειμώνα που τον μαστίγωνε η οικονομική κρίση και στην υγρή άνοιξη που τον ακολούθησε, στην οδό Αγίου Δημητρίου έλειπε το φως» (…) 5

(…) «Όμως τότε στη αρχή όταν ξεκινούσαμε, όλα φαίνονταν πως πήγαιναν δεξιά… Πήγαν τελικά στο διάβολο μ’ έναν τρόπο αργό και αθόρυβο. Ποιός το κατάλαβε; Σαν να μπορούσε κάποιος να νιώσει τάχα την περιστροφή της Γης, έτσι άλλαξαν όλα, με μια ανεπαίσθητη περιστροφή, ημέρα νύχτα, ημέρα νύχτα, κι ύστερα πια μόνο νύχτα» (…) 6


Στο πρώτο κεφάλαιο της αφήγησης, ένας μεσήλικας άνδρας ο Νίκος Χαλκίνης, ξανοίγεται κατακαλόκαιρο, Ιούλιο μήνα, από την παραλία των οικογενειακών διακοπών κάπου στη Χαλκιδική, προς στο ανοιχτό πέλαγος. Μπρούμυτα πάνω σ’ ένα πλαστικό στρώμα θαλάσσης, σαν να λιάζεται αμέριμνος και σαν να παίζει, «το σκάει», φεύγει! Η σύλληψη της σκηνής και η πραγμάτωσή της πλησιάζουν το γκροτέσκο, ίσως μοιάζουν και ατυχείς, στα μάτια του ανυπόμονου αναγνώστη. Φαντασθείτε έναν πενηντάχρονο, όλως διόλου έξαφνα, να δραπετεύει μέσα στο μεσημεριάτικο κάμα πάνω σ’ ένα παρδαλό νάυλον στρώμα θαλάσσης, τιποτένια προσφορά ενός ναού της κατανάλωσης (super market)! Τι ελπίδες έχει να πετύχει σε μια τέτοια απόδραση; Κι όμως. ο «Θερσίτης» ένα ιστιοφόρο μήκους σαρανταεπτά ποδιών, που παραμονεύει, παραπλέοντας πολύ κοντά, τον περισυλλέγει. Πάνω στο πλοιάριο βρίσκεται όλη η συντροφιά των «εταίρων». Οι πέντε συνωμότες φίλοι.

Η παρέα των στενά συνδεδεμένων αυτών ανθρώπων που από τα παιδικά τους χρόνια μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά, φοίτησαν στο ίδιο σχολειό και δεν έχουν πάψει να συναντιούνται όλα τα χρόνια που ’χουν εν τω μεταξύ περάσει, είναι η ομάδα εκστρατείας που θα πραγματοποιήσει την αποστολή της απόδρασης από τον εφιαλτικό κόσμο. Οι ζωές τους έχουν κριθεί, με την αμείλικτη εσωτερική διαδικασία, εφ’ όλης της ύλης και κάτω από το πρίσμα της, διαλυτικής των πάντων οικονομικής κρίσης, που έχει ενσκήψει στη χώρα. Όλοι τους αργά η γρήγορα συνειδητοποιούν πως έχουν αποτύχει και πως οι ζωές τους ήταν μια απάτη, μια θλιβερή φενάκη.

«Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
 που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα»
7.

 Συνάχθηκαν και συντάχθηκαν στο όνειρο της φυγής οι Εταίροι. Φοβισμένοι σαν αντίκρισαν ένα πρωί στάχτες μονάχα στα χέρια τους ή «ψόφια καβούρια και ψάρια» που ξέβρασε η θάλασσα της ζωής. Συμβολικά δώρα του αιωνίου παρόντος στο φευγαλέο και επηρμένο εφήμερο.

 (…) Η γαρ σοφία του κόσμου τούτου μωρία παρά τω Θεώ έστι. γέγραπται γαρ ο δρασσώμενος τους σοφούς εν τη πανουργία αυτών. και πάλιν Κύριος γινώσκει τους διαλογισμούς των σοφών, ότι εισί μάταιοι. Ώστε μηδείς καυχάσθω εν ανθρώποις. Πάντα γαρ υμών έστιν, είτε Παύλος είτε Απολλώς είτε Κηφάς είτε κόσμος είτε ζωή είτε θάνατος είτε ενεστώτα είτε μέλλοντα, πάντα υμών έστιν. Υμείς δε Χριστού, Χριστός δε Θεού. (Απ. Παύλου «Προς Κορινθίους Α΄» -κεφ. Γ΄)

 Ποιοί είναι και τί προικιά κουβαλούν μαζί τους στην παστάδα της φυγής τους στον «Θερσίτη» οι σύντροφοι του Χαλκίνη; Οι αδελφοί Χριστοδούλου πρώτα: Ο επιχειρηματίας Δημήτρης Χριστοδούλου ή Μυκηναίος. Ο άναξ ανδρών -τότε και τώρα- πάντοτε αδιαμφισβήτητος αρχηγός της συντροφιάς. Σημαδεμένος από θάνατο που προκάλεσε απερίσκεπτα πάνω σε μέθη, αυτός που άλλοτε «αγαπούσε (…) τις μεγαλοπρέπειες και τις μικρές τελετουργίες», και πια «θυσίαζε κάθε μέρα από το πρωί στον κοσμοσείστη Θεό της αιθυλικής αλκοόλης ». Ο αδελφός του Χρήστος, επιτυχημένος γιατρός νευρολόγος. «Ο Χρήστος ονειρευόταν το θεό των ανέμων να τον παίρνει μακριά σαν τον καπνό του πούρου, να τον κάνει αφανή μόρια για πάντα». Μ’ έναν ανύπαρκτο σχεδόν γάμο και μιαν Ελένη σφηνωμένη στην καρδιά. Ο Στάθης Ιωακειμίδης: άνεργος πρώην πορτιέρης σε νυχτομάγαζα, με την ασπίδα του Αχιλλέα κεντημένη στην πλάτη. κοινωνικά αλλά και σε προσωπικό επίπεδο τελειωμένος από καιρό. Ζει στην απόλυτη παρακμή και ανέχεια. Ο Νικηφόρος Λιαουνάκης ή «Γέρος», πανεπιστημιακός και κοσμήτορας της πολυτεχνικής σχολής, με συναισθηματικό κόσμο στον οποίο έχει επιβληθεί ο τετραγωνισμός του κύκλου. Και μ’ ένα βάρος στην ψυχή -θυμό ακυβέρνητο- την αυτοκτονία της μητέρας του. Κι ο Νίκος Χαλκίνης καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης. Φιλόλογος που παίζει επιτραπέζια παιχνίδια μνήμης και συλλέγει -λέει- «τα άχρηστα τεκμήρια μιας ανώφελης ζωής».

Ο Δημήτρης (βλέπε: Αγαμέμνονας) Χριστοδούλου έχει μπαρκάρει ήδη από κείνο το μοιραίο βράδυ. Ο Χρήστος (λέγε Μενέλαος) που φεύγει κυνηγώντας την ιδανική του Ελένη, βρισκόταν κι αυτός από καιρό στο ταξίδι. Ο Στάθης (εκείνος με την ασπίδα του Αχιλλέα ζωγραφισμένη στην πλάτη) ακολουθεί βαρύθυμος το σινάφι. Δεν έχει και τίποτα καλύτερο να πράξει. Ο Νικηφόρος σχεδόν παρασέρνεται κι αυτός από τον άνεμο της φυγής. Δεν απομένει τίποτα να τον δένει στην πόλη και στο σπίτι. Κι ο Νίκος Χαλκίνης, το alter egο του συγγραφέα, γίνεται ο ανταποκριτής που θα μας συνδέσει με τα γεγονότα, είναι αυτός που μέλλεται να ιστορήσει τη φυγή. Αυτός ακολουθεί τους εταίρους γιατί η ζωή του αποτελματώθηκε. Ο Χαλκίνης που θα καταστεί ο ίδιος …η φυγή, «ζει για να έχει ύστερα να θυμάται». Ο αρχηγός της παρέας των παιδικών χρόνων, ο άναξ ανδρών, κάποτε ακόμα και νεκρός στέκεται απέναντι και τον ξεμυαλίζει:

«Χαλκίνη παράτα τα βιβλία κι έλα μαζί μου. Η ζωή είναι πόλεμος! Ότι διάβασες διάβασες, θα σε κάνω Οδυσσέα εγώ θα δεις…» 8.

 Tους «εταίρους» συνδέουν πραγματικοί δεσμοί ζωής. Όχι συμβατικότητες. Τα χρόνια χάλκεψαν κι έδεσαν τις σχέσεις από τότε που δόθηκε το στίγμα της παιδικής ηλικίας περνώντας μέσα από τους χρόνους της εφηβείας μέχρι την ωριμότητα.

«Όπως παίζαμε πόκα μεταξύ μας χρόνια τώρα, όπως στρώναμε πάνω στην τσόχα σεμέν ντεφέρ, κούκο μονό, μπόμπες, χαρακίρι, έτσι μοιράζαμε μεταξύ μας και τους εφιάλτες» 9.

 Όλοι τους φέρουν βαθιά τραύματα, ευδιάκριτες ουλές πολέμου που αποκτήθηκαν στον βουβό, άγριο και σπαρακτικό πόλεμο των πόλεων. Στο πεδίο της περίφημης «ανδρικής τιμής» καταβληθέντα τιμήματα. Τα δυο αδέρφια της παρέας τα βαραίνει η σκιά θανάτων που προκάλεσαν. Η παρέα τα γνωρίζει καλά όλα αυτά. Και δεν έχει μάλλον ποτέ συγχωρήσει κανέναν. Και ιδίως τον πρώτο: Τον «άνακτα»-Αγαμέμνωνα ή Μυκηναίο τον κατά κόσμον-Δημήτρη Χριστοδούλου.
 Oι άνθρωποι αυτοί μεγάλωσαν κι ανδρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Στη μητέρα-γη και ερωμένη. Κοντά στο κέντρο της κάτω από τον ίσκιο των βυζαντινών τειχών και υπό την ιερά επιστασία του πολιούχου Αγίου. Θυμάμαι τον Τ. S. Eliot στα «Τέσσερα κουαρτέτα»:

 «Το σπίτι είναι εκεί που ξεκινάμε, καθώς μεγαλώνουμε
 Ο κόσμος γίνεται πιο παράξενος, το σχέδιο πιο πολύπλοκο
 Από νεκρούς και ζωντανούς (…)»
10.

 Έτσι γίνεται. Όσο μεγαλώνουμε κι ωριμάζουμε μεγαλώνει κι κόσμος μαζί μας. Απλώνει ρίζες και στον σκοτεινό κόσμο του Άδη. Λιγοστεύουν οι ζωντανοί, πλουταίνουν οι μνήμες των απωλειών. Κάποτε τους νεκρούς τους συναντάς στο δρόμο σου, κάποτε χρειάζεται να κατέβεις μερικά σκαλοπάτια, να σκύψεις χαμηλά για να τους ακούσεις, να τους δεις, να τους ακουμπήσεις. Κάποτε νεκροί είμαστε και οι ίδιοι προτού καν πεθάνουμε και αφεθούμε στον «χάλκινο» ή «τον νήδυμο ύπνο». Κι ο δρόμος της φυγής «ουροβόρος όφις». Φεύγοντας συνεχώς και δεν πας πουθενά…

Αυτό που φεύγεις δεν είναι ο δρόμος 11

 Οι δρόμοι με τις μυρμηγκιές των αυτοκινήτων και των ανθρώπων να πηγαινοέρχονται προκαλούν μια βουερή πλημμυρίδα, είναι ο ίδιοι δρόμοι που άδειοι γυαλίζουν μέσα στην κάψα τα καλοκαίρια ή άλλοτε με τις βροχές των φθινοπώρων γίνονται αληθινά αδιάβατα ρέματα με ζόρικα νερά. Οι δρόμοι αυτοί ποτάμια ονομάζονται στο βιβλίο του Ζουργού. Ποτάμια παρηγοριάς μέσα στα τσιμέντα που χτίζουν και συνθλίβουν τους ανθρώπους. Ούτε μια φορά δεν αντιλήφθηκα να ονομάζονται δρόμοι. Το πιο μεγάλο ποτάμι είναι η Αγίου Δημητρίου (έστω κι αν δεν είναι ο μεγαλύτερος δρόμος της πόλης). Τα παιδικά μάτια κρατούν -και κληροδοτούν στον ενήλικα- τα μεγέθη ταξινομημένα με το δικό τους υποδεκάμετρο αξιών και μεγεθών και διόλου δεν νοιάζονται για τις αποκαλυπτικές μειώσεις που θα φέρει η εμπειρία των χρόνων που θα επιπέσει με λύσσα να κλονίσει , να σβήσει και να τα εξευτελίσει όλα. Ποτάμια λοιπόν διαρρέουν την πόλη, ποτάμια διασταυρώνονται και ενώνουν τα ορμητικά νερά τους. Ποτάμια που ορίζουν μια πηγή και μια κατάληξη. Την εκβολή στον κόλπο του Θερμαϊκού απ’ όπου έπεται η θάλασσα του Αιγαίου, ο Πόντος απ’ όπου μέλλεται και η μεγάλη φυγή.
Είπες. «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα…» 12

Επικαλούμαι συχνά τον Αλεξανδρινό και τους στίχους του στο ποίημα «η Πόλις», γιατί όπως εμφατικά έχει παρατηρήσει ο καθηγητής Χρήστος Τσολάκης, στο βιβλίο αυτό του Ζουργού δηλώνεται καταφανώς ο άνθρωπος της πόλεως. Αυτός που χρειάζεται τους άλλους συμπολίτες-εταίρους και μένει δέσμιος με τις σταθερές που ορίζει και συνιστά «η Πόλις» και ο σύμπας κόσμος της, μέσα από λογής νευρωτικούς -και όχι μόνον- μηχανισμούς που αποτρέπουν την οριστική φυγή («το παιδί αφήνει τον τόπο του. εκείνος ποτέ…»). Αλυσοδεμένος φαντάζει ο καθένας με βαριές σιδερόμπαλες (ηθικές, συναισθηματικές, κοινωνικές) που τον κρατούνε στον τόπο. Ωστόσο από νωρίς ζωσμένος τ’ άρματα της μυητικής εκστρατείας μακραίνει την απόφαση για το ταξίδι της φυγής , το οποίο κάποτε πραγματοποιεί. Κι όμως στο τέλος επιστρέφει (ηττημένος ή όχι) και πάλι στην μήτρα-μητέρα: στην Ιθάκη του. Έχοντας ίσως αποκτήσει μια συνείδηση των πραγμάτων. Και έχοντας δεχθεί -και πάλι ίσως- την αποκάλυψη της αλήθειας.
Μονάχα ένας μέσα σ’ ετούτο το βιβλίο δεν επιστρέφει τελικά στην πόλη. Κι αυτός είναι πεθαμένος!

 «Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό»
13.


Αποφασίζουν λοιπόν οι εταίροι να ξεκινήσουν αυτό το περιπετειώδες ταξίδι. Ξέρουν πως φεύγουν μα δεν ξέρουν προς τα πού. Τουλάχιστον όχι όλοι. Ταξιδεύοντας στο Αιγαίο. εκεί πρόκειται να μάθουν. Πρώτα καλούνται να κλείσουν τις επαφές με τον έξω κόσμο. Κερί στα αυτιά τους τ’ απενεργοποιημένα κινητά, ο όρκος-υπόσχεση, η αδάμαστη-ακατανίκητη επιθυμία να φύγουν. Καμιά σειρήνα για την επιστροφή και καμιά ανάγκη πια δεν θα τραγουδήσει το κάλεσμά της. Κλείνουν όλοι τα κινητά με εντολή του αρχηγού. Κι όμως κάποιος πρόκειται να πεθάνει μ’ ένα κινητό κολλημένο στο αυτί του ακούγοντας μονάχα βρισιές και κατάρες…
 Όπως παρατηρεί ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης σε σχολιασμό14, πάνω σε δική του μετάφραση της Ελένης του Ευριπίδη, «όλοι οι σύντροφοι στην εκστρατεία της Τροίας πάσχουν από Ελένη». Έχουν μολυνθεί από αυτήν. Η Ελένη και ο θάνατος έχουν δεθεί άρρηκτα εις τον αιώνα. Πολύ εύστοχα λοιπόν και καίρια παραφράζει τα παραπάνω με τη φράση: «Η έλξη του έρωτα και το έλκος τους θανάτου». Αυτή είναι όλο κι όλο η εκστρατεία στην Τροία. Και η διττή ετούτη εκστρατεία τι είναι; To εμβληματικό πρόσωπο του έρωτα η Ελένη Νοταρά των ονείρων -κι όχι μόνον του Χρήστου- κάτοικος Λέσβου, γιατρός κατά το επάγγελμα, και παντρεμένη με κάποιον άνθρωπο του υποκόσμου της Αθηναϊκής νύχτας, αποφασίζει να επανορθώσει τα λάθη της και να φύγει από το νησί. Ν’ αλλάξει τη ζωή της. Παρασέρνει σ’ αυτή τη χίμαιρά την μικρή ομάδα των φίλων της νεότητάς της. Η Ρόδος είναι η πρόφαση. εκεί δεν πρόκειται να φτάσουν ποτέ οι εταίροι. Η Μυτιλήνη και η δική της Ελένη, ενώ σχεδιάζεται και μοιάζει με παρένθεση, είναι η κατάληξη του ταξιδιού που θα σφραγίσει δραματικά και τη λήξη της περιπέτειας των συντρόφων.
Και τι είναι η Ρόδος; Είναι η ανάμνηση της αποχαιρετιστήριας σχολικής εκδρομής στα δεκαεπτά. Η πρώτη μεγάλη φυγή από το σπίτι. Το δοκιμαστικό πέταγμα από την οικογενειακή φωλιά. Αποχαιρετισμός της αγκαλιάς των γονιών και της στέγης τους, έφοδος στον έρωτα και στη ζωή που περιμένουν εκεί έξω… Με την επιστροφή εκεί σημαίνεται μια νέα ίσως αφετηρία ίσως και το καινούργιο πέταγμα. Με τη σωτήρια επέμβαση της μνήμης! Η Ρόδος είναι η μνήμη της τελετής ενηλικίωσης. Είναι ίσως και η έννοια της γυναίκας εκφρασμένη με γεωγραφικούς όρους . Η Ρόδος θα παραμείνει ένα σημείο αναφοράς κάτω από τη σφραγίδα του τέλους της αθωότητας. Σαν ιδανικό αλλά και σαν ανέφικτος στόχος. Είναι ο «ανέσπερος τόπος» κατά τον αφηγητή. Παρά την υψηλή τουριστική επισκεψιμότητα του νησιού, η απόβαση των πέντε φίλων εκεί με τον «Θερσίτη» φαντάζει ακατόρθωτο, μεγαλεπήβολο σχέδιο και σπουδαίο όνειρο.
Στο βιβλίο λαβαίνουν μερίδιο αναφοράς και κάποιοι σταθμοί του «Θερσίτη» και του πληρώματος στο δρόμο προς την Μυτιλήνη. Πρώτος σχεδόν υποχρεωτικός σταθμός στο ταξίδι, από μηχανική αβαρία, ένα νησί στο βόρειο Αιγαίο. Ο Αη Στράτης. Τόπος εξορίας κομμουνιστών και αντιφρονούντων σε ζοφερές εποχές. Οι άνδρες εδώ ψηλαφούν τη μνήμη, ακροώνται τη φωνή του αίματος και συμπαραστέκονται στο Στάθη- Αχιλλέα.
Το νησί, τόπος εξορίας παλιά και τώρα μέρος ήσυχο, πιο πολύ μοιάζει με σκυλί που γλύφει ακόμα τις πληγές του ύστερα από ’ναν μεγάλο καυγά. Είναι η σύγχρονη προσκηνυματική κιβωτός των ηττημένων . μια Δήλος των διαψεύσεων. Τόπος εξορίας της νεότητας και των ονείρων της. Πόσο διαφορετικό μέρος από τη Ρόδο: Στην Ρόδο άνοιγαν φτερούγες. Στον Αη Στράτη αυτές ψαλιδίζονταν… To νησί μια Σπιναλόγκα για «άρρωστα μυαλά», τόπος εκτοπισμού των επαναστατών κάθε λογής που κάποτε τους βάφτισαν στο σωρό «κομμουνιστές». Μνήμη εμφυλίων σπαραγμών που έστειλαν εκεί, όπως στις χωματερές, ανθρώπινα απορρίμματα και ράκη, χρόνια που προετοίμασαν βουβά το έδαφος για την μεγάλη φανφάρα που ακούγεται εκκωφαντική και μονότονη σήμερα. Αυτό το σχεδόν ακατοίκητο μέρος έκαψε πολλούς τότε. Κι ένας κεραυνός αποτυπωμένος σε πρόσωπα ανδρών που κοιμούνται τον «νήδυμο ύπνο» μέσα στις σκηνές τους στοιχειώνει σε μια φωτογραφία…

«Ήμασταν για κάποιες ώρες ναυαγοί και αιχμάλωτοι της ιστορίας, πέντε αθώες πασχαλίτσες που έτρεχαν σε σύγχυση πέρα δώθε πάνω σ’ ένα γδαρμένο τομάρι τεντωμένο. Τέτοιο φανταζόμουν πάντα το συλλογικό μας υποσυνείδητο: ένα ταμπούρλο χωρίς ηχείο, άστομο και άλαλο»15.

Το νησί αυτό, σκευοφυλάκιο της μνήμης, λες και κατοικείται όλο κι όλο πια από έναν γέροντα με χαμένα τα λογικά του στην ομίχλη της γεροντικής άνοιας. Μέσα από το σύθαμπο, της βιολογικής παύσης και αναχώρησης, που τον τυλίγει προβάλλουν επίμονα και επιλεκτικά οι παλιές μονάχα μνήμες λες αυτές και μόνον αυτές πρέπει ν’ απομείνουν άσβηστες. Ο ίδιος γέροντας θα προβλέψει ( μάντης κακών...) δίνοντας χρησμό στους ταξιδιώτες για κείνον τον επικείμενο θάνατο στο μέρος όπου «έχει διαβόλοι». Ο Τειρεσίας του Αη-Στράτη προλέγει…
Μια άλλη στάση στα Καρδάμυλα της Χίου, γη γονεϊκή εφοπλιστών, θαλασσοπόρων και θαλασσομάχων ελλήνων, μέρος που ο θρύλος θέλει να επισκέφθηκε ακόμα κι ο Χριστόφορος Κολόμβος -προφανώς χάνοντας το δρόμο του- . Το σημαινόμενο της επίσκεψης -στάσης εδώ σαφές: Η κλειστή λεκάνη της Μεσογείου δεν θα εμποδίσει την μεγάλη απόδραση. Οι ευλογίες της ναυτοσύνης θα φτερώσουν τη φυγή των εταίρων...
 Η Μυτιλήνη όμως αποδεικνύεται ένα φιάσκο. Η συνάντηση της παρέας με την Ελένη η αδίστακτη ελαφρότητά της, η φρικτή υπολογιστική της φύση, η ανούσια -ωραία όμως πάντα- παρουσία της. Η βαλίτσα με τα ρούχα της Ελένης αδειάζει στη θάλασσα. Πάνω στα νερά σκορπίζονται οι απτές αποδείξεις του μάταιου ταξιδιού για χάρη της. Πεθαμένα κι αδέσποτα πια, επιπλέουν τα «αδειανά πουκάμισα» που τόσο καίρια ονομάτισε ο Γ. Σεφέρης συνοψίζοντας το μακελειό της Τροίας. Οι εταίροι αναχωρούν βιαστικά μέσα στη νύχτα. Προς το μαύρο πέλαγος.
 Κακήν κακώς με το θάνατο του Μυκηναίου το ταξίδι τελειώνει. Σχεδόν ακυβέρνητο το ιστιοφόρο, περιμένει τον έμπειρο καπετάνιο μιας εταιρίας για να το φέρει πίσω στη μαρίνα της Καλαμαριάς εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Ο «Θερσίτης», σχεδόν σαν να κηδεύεται κι αυτός, επιστρέφει στην πόλη για ν’ αράξει προς πώληση πια. Κανείς δεν τον χρειάζεται. Κανείς από τους εταίρους δεν θα επιχειρήσει και πάλι να φύγει. Όλοι επιστρέφουν πίσω στην πόλη και στις ζωές τους εκεί.
Εκτός από έναν. Ο ονειροπόλος Χαλκίνης, με τις αδιάκοπες εσωτερικές αγωνίες και μάχες τότε ακριβώς σχεδόν χάνει τα λογικά του, χάνει τον κόσμο από τα μάτια του, χάνει την πόλη από το νου του, χάνει την αίσθηση κάθε οικείου πράγματος. Η «ασυνειδησία» (αποπραγματοποίηση και η αποπροσωποίηση με την ψυχιατρική τους έννοια) τον αγκαλιάζουν. Αποξενώνεται μέσα στον κόσμο κι έτσι ψυχικά τυφλός θα οδηγηθεί στον « έσω νόστον».

«Ήμουν ο κανένας και ήθελα να γίνω το απόλυτο τίποτα. Μετά από ένα κοπιαστικό ταξίδι το κατάφερα»16.

 ΟΥ ΤΙΣ ΟΥ ΤΙΣ ; Οδυσσεύς
 το όνομα της οικογένειάς μου
 κι ο αγέρας μέρος της μεθόδου
17


Ο Όμηρος και Οδυσσέας. Αυτός που κάποτε θα καταστεί «Ούτις», ανύπαρκτος, Κανένας, τίποτα. Αυτός θα συνεχίσει το ταξίδι και μετά που όλα θα ’χουν τελειώσει και θα ’χουν σφραγισθεί με την ήττα από τον μεγάλο σκιερό κόσμο του θανάτου. Αυτός που του μέλλεται να χαθεί σε μια μεταφυσική καθήλωση-περιπλάνηση.

«Ο Θερσίτης ήταν για όλους μια τελευταία ελπίδα. Τώρα καθώς οι άλλοι γυρίζουν πίσω με το κουφάρι του ανίσχυρου βασιλιά, κι εγώ χρειάζομαι λίγο ακόμη χρόνο για να με τελειώσω, να σβήσω, να γίνω Κανένας, να ξεσκονίσω όλες τις γωνιές του τίποτα»18.

Ο Χαλκίνης κατεβαίνει στον Άδη ενός υπογείου στην Αθήνα για να ξαναζήσει σε μια ιδιότυπη «Νέκυια Δευτέρα». Η πρώτη ήταν στον Αη Στράτη μαζί με τους εταίρους.

«Ήμουν από καιρό Νέκυς κι εγώ, αυτός που του κλείνει ή γυναίκα του το τηλέφωνο, που παράτησε το παιδί του γιατί ξεμυαλίστηκε από δυό απλωμένα πανιά και τα ψεύτικα λόγια μιας Ελένης. Εγώ ο Νίκος Χαλκίνης, με ατροφικό μέσα μου το δέντρο της αγάπης, χέρσος, ξεχασμένος πια από τους ίδιους του τους συντρόφους, κατέβηκα εκείνα τα σκαλοπάτια και χώθηκα κάτω απ’ τη γη»19.

 Σ’ αυτό το υπόγειο αποχαιρετά τον παλιό κομμουνιστή Λάμπρο, που δούλεψε σαν θυρωρός σε πολυκατοικία κι είχε έναν κήπο φυτεμένο στην πρασιά -σαν παράνομο όνειρο, σύμβολο του κόσμου που θέλησε και στερήθηκε, και που τώρα φεύγει από τη ζωή.
Δεν είναι διόλου τυχαίο πως δυο άνθρωποι μέσα σ’ αυτό το βιβλίο ζουν σχεδόν κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων μέσα σε υγρά και σκοτεινά ημιυπόγεια, ατενίζοντας βρωμερές τσιμεντένιες πρασιές και πόδια περαστικών στα παράθυρα. Αυτοί είναι :o «αλιεύς ψυχών», ο Μιχάλης, πνευματικός μέντορας του Νίκου Χαλκίνη και ο εν χριστώ πνευματικός του πατέρας, ο ηττημένος κομμουνιστής Λάμπρος. Δυο αποσυνάγωγοι που ζουν υπογείως και αφανείς. Σαν αόρατοι. Η λατρεία προς την Τέχνη και η ιδεολογική παρέκκλιση από τον ισχύοντα κομφορμιστικό συμφυρμό, ανήκουν στα υπόγεια του πλουμιστού νεοελληνικού ονείρου με το κραυγαλέο life style και την κούφια φαντασμαγορία.
 Εδώ, ο κατά Ζουργόν «Ούτις», θα συναντηθεί μοιραία με τον αρωματισμένο και καρτερικό κόσμο των γυναικών, των γόνων της Καλυψώς. Ένας σχεδόν εξωτικός και ανέλπιστος έρωτας θα προκύψει μέσα στο περιβάλλον ενός συνοικιακού κομμωτηρίου, ανάμεσα σε γυναικεία λόγια, συμπονετικά πρόσωπα, που απαλύνουν τραύματα και ενισχύουν την λήθη, ικανά να μαγεύουν τον πλάνητα. Και οσμές μαζί με γεύσεις από σπιτικό φαγί και περιποίηση που θα αποκοιμίσουν τη μνήμη. Ο κόσμος των γυναικών, η σιωπηλή του παρουσία και επιστασία πάντοτε σ’ ολόκληρο το βιβλίο. Ο κόσμος της Πηνελόπης, της Ναυσικάς, της Καλυψώς, της Ελένης εδώ βρίσκει τον ορισμό, την εξήγηση, τη δικαίωση. Ο κόσμος των ανδρών χάνει τα δίκια του, ξεσκεπάζεται.
 Κι εδώ κάποτε μια φωτογραφία αποκαλύπτει πως στη ζωή του αφηγητή Χαλκίνη υπάρχει και ο Δημήτρης ο οποίος φωτίζεται ισχυρά στη σκηνή. Με σχεδόν απωθημένο τον πανίσχυρό γονεϊκό δεσμό, στις σκοτεινές ατραπούς του υποσυνείδητου, χρειάστηκε να αφανισθεί, να γίνει το απόλυτο τίποτα, για να ξανασυναντήσει τον Τηλέμαχο ο τελευταίος περιπλανώμενος πρυμνιός ποιητής. Η φωτογραφία αυτή λες και θα λύσει κάποια μάγια. Από δω κι ύστερα η επιστροφή συμβαίνει με επιτακτικό τρόπο. Ο «έξω νόστος» νικά τον «έσω νόστον». Ξυπνά και πάλι το χρέος.

 Όπως και στη ομηρική Οδύσσεια ο πολύτροπος άνδρας, έτσι και ο Χαλκίνης των «Ανεμωλίων», ταξιδεύει με πλησμονή προς την πατρίδα (έξω νόστος) αλλά και εντός του (έσω νόστος). Ο έσω νόστος τον μακραίνει από την πατρίδα καθώς τον βυθίζει στους θαλάμους της ασυνειδησίας. Μέχρι την ημέρα του γυρισμού (το «νόστιμον ήμαρ») ο ήρωας θα καταφέρει να τροποποιήσει την ηρωική και παρορμητική συμπεριφορά του ώστε τέλος να επανενταχθεί στην οικογένεια και στην πόλη. Όλες οι δυσκολίες και τα εμπόδια για τον Οδυσσέα είναι πειρασμοί ή τέρατα που στήνονται ολόρθα εμπρός του (ο ίδιος του ο εαυτός κάποτε είναι ένα απ’ αυτά…) κι όμως θα επιστρέψει για να συνεχίσει να ξαναζήσει στο σπίτι. Στην Ιλιάδα ο Αχιλλέας παλεύει με το μέσα θηρίο και «κατά τον δαίμονα εαυτού» πορεύεται. Οι εξωτερικές μάχες αντικατοπτρίζουν την αδιάλειπτη και «άχρι του τέλους» εσωτερική μάχη. Στο δρόμο αυτόν δεν υπήρξε επιστροφή. Η πορεία ήταν θυσιαστική στο όνομα της φιλίας, στο όνομα του χρέους. Και η «ύβρις» πληρώθηκε πάντοτε στην Ιλιάδα με «θάνατον». Η θεϊκή καταγωγή διόλου δεν προστάτεψε τον γυιό της Θέτιδας.

 Στα είκοσι τρία κεφάλαια του βιβλίου βρέθηκα να σημειώνω ένα σωρό λέξεις που φάνταζαν σχεδόν παράταιρες ατίθασες, σπαρμένες, ξεκάρφωτες και σαν πεταμένες στο δρόμο της αφήγησης λες κι επίτηδες ρίχτηκαν εκεί για το σκόνταμα της ψυχής και το λογισμό. Τα Ομηρικά έπη, βυθισμένα στο Αιγαίο βουνά, γεφυρώνουν για πάντα και ενώνουν μυστικά την γη των Ιώνων με τα χώματα της πατρίδας που έχει απομείνει. Η θύμηση της γλώσσας γεφυρώνει τον παλιό με τον καινούργιο κόσμο. Οι κορυφές των δορύαιχμων λέξεων κάτω από το νερό προβάλλουν κάποτε και τρυπούν το ίδιο το χαρτί όπου γράφει ο Ζουργός. Λέξεις που υψώνονται για να σκοντάφτει η φτηνή γλώσσα μας, η στενεμένη σε διακόσιες -τριακόσιες το πολύ- λέξεις σε παραφθορά και λειψές. Για να γυμνάζεται η μουδιασμένη μας ψυχή, για να γκρεμιζόμαστε από το βάθρο της υπεροψίας και της ανοησίας. Ίδιο το ξάφνιασμα τότε που πρωτοσυνάντησες στον «Οδυσσέα» του Τζόϋς, μα και στον μεγάλο Έζρα Πάουντ, αυθύπαρκτες και αμετάφραστες μέσα στο αγγλικό κείμενο -θαλασσόξυλα με σωσμένα πάνω τους τόσες εικόνες- τις ομηρικές φράσεις. Λέξεις μυρωδικά γεμάτες και φρέσκες μετά χιλιάδες χρόνια θάλλουσες με ιριδισμούς στο φως της ανάγνωσης:

Ανδρόβουλη καρδιά, ο άναξ ανδρών, ο εκηβόλος Φοίβος, το έπος, το κύδος, δημοβόρος βασιλιάς, τηλεδαπός, αλαξάνεμος εταίρος, ο φαέθων ήλιος, ο καρτερόθυμος, οι κρατερόνυχοι ίπποι, τα εριόπυκνα αρνιά, η πολύτροφος γη, η ευρύπορη θάλασσα, η ροδοδάκτυλη Ηώς, άνεμος πρωιγενής, ο οίνωψ πόντος, ο νήδυμος ύπνος, ο χάλκινος ύπνος, η αμβροσία νύχτα, ο γόος του χρόνου, αιθερόφωνες ενοχές, θούρια αλκή, άλκιμος έρωτας, η αλισάχνη του χρόνου, η καλλίπυγος, ο πρυμνός ποιητής, μακρυαύχενοι ίπποι, ο καλλίρροος ποταμός, νέκυς, παίζω πεσσούς, αιματόεντα όπλα, χαλκεόφωνος, αστερόεις ουρανός, ορθοέπεια...

 Πολλαπλές οι διεισδύσεις των επιρροών στο έργο αυτό. Τόσο από τα πρωτότυπα έπη της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» του Ομήρου όσο και των επανεγγραφών και επαναδιατυπώσεων όπως αυτές επιχειρήθηκαν σε πλείστα όσα έργα μέχρι σήμερα. Ο Ζουργός που διακρίνεται για την συγγραφική συνέπεια, την εμβρίθεια, την πολυμάθεια και τις μεθοδικές του αναγνώσεις δεν θα μπορούσε εδώ να συμπεριφερθεί αλλιώς. Χρησιμοποιώντας τον Όμηρο σαν παρτιτούρα ανέπτυξε κι έχτισε την δική του μυθιστορία. Το βιβλίο έχει τα χαρακτηριστικά μιας μεγάλης αφήγησης που συνετέθη με «ταπεινά υλικά» του σύγχρονου βίου. Όλα μαζεμένα από τους δρόμους και την αγορά όπου σέρνεται μονάχα η σκόνη της ιστορίας, η σκόνη των λαών που αφανίστηκαν, η σκόνη που ο άνθρωπος άφησε. Μνήμη των απωλειών μα και προσπάθεια ανεύρεσης ενός νοήματος, μιας ελπίδας βάσιμης για το ταλανιζόμενο ανθρώπινο γένος. Γράφει ο John Donne (1572-1631) στον «Στοχασμό ΙΖ΄»:

«Όλη η ανθρωπότητα είναι έργο ενός συγγραφέα και είναι όλη ένα βιβλίο. Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, δεν σχίζεται κάποιο κεφάλαιο από το βιβλίο αυτό αλλά μεταφράζεται σε μια γλώσσα καλύτερη. Και κάθε κεφάλαιο έτσι πρέπει να μεταφραστεί. Ο Θεός χρησιμοποιεί πολλούς μεταφραστές: άλλα κείμενα μεταφράζονται από την ηλικία, άλλα από την αρρώστια, αλλά από τον πόλεμο άλλα από την δικαιοσύνη. Μα το χέρι του Θεού βρίσκεται σε κάθε μετάφραση, και το χέρι του θα δέσει όλα τα σκόρπια φύλλα μας ξανά για κείνη τη βιβλιοθήκη, όπου κάθε βιβλίο θα στέκει ανοιχτό απέναντι στο άλλο»20.

Ανέφερα πιο πάνω τη λέξη παρτιτούρα και οφείλω να παρατηρήσω πως και οι ήχοι που ακούγονται στο βιβλίο αυτό δικαιολογούν απόλυτα τη χρήση της. Από το θρόισμα του αέρα πάνω στα νερά, τα πανιά και τα ξάρτια που χτυπιούνται με τον άνεμο, το θώρακα του πλοίου που ανασαίνει πάνω στο νερό, τον παφλασμό των κυμάτων, τον αέρα που σφυρίζει στο αρμένισμα μεσοπέλαγα, μέχρι το βουητό των ποταμιών της πόλης, με τα μηχανοκίνητα των εποχουμένων, ως τα λαϊκά τραγούδια. Ένα τραγούδι («Βρέχει φωτιά στη στράτα μου») επαναλαμβάνεται με εμμονή. Ήχοι φυγής…

 Κλαγγή όπλων δεν ακούγεται. οι μάχες έχουν συμβεί κι έχουν χαθεί ή κερδηθεί σχεδόν βουβά για τον κάθε εταίρο και για κάθε πρόσωπο του βιβλίου χωριστά. Υπάρχουν μαρτυρίες και μνημονικές εγγραφές για τους ήχους που προκάλεσαν τα εμφανή τραύματα που έχει αποκτήσει ο καθείς στο πεδίο της μάχης. Και μεγάλες παύσεις υπάρχουν (ή σιωπές … θορυβώδεις). Μια τέτοια απέραντη παύση είναι η στιγμή του θανάτου του άνακτος των ανδρών, που, καθώς έχει ήδη προμηνυθεί σε προηγούμενες σελίδες του βιβλίου, μοιάζει να μην προκαλεί σε κανέναν από τους εταίρους -ακόμα και στον αδελφό του- αιφνιδιασμό ή πανικό. Όλα συμβαίνουν ήσυχα. Σχεδόν αθόρυβα και σε σιωπή. Ένιωσα πως αντίκρισα και διάβασα δυο σελίδες βουβές σ’ εκείνο το σημείο. Ο θρήνος για τον «Άνακτα» προϋπήρξε. επί χρόνια μάλιστα. Απομένουν μονάχα οι επιτάφιες σπονδές που του θα προσφέρουν οι φίλοι. Από δω και πέρα ο δρόμος της παιγνιώδους φυγής τελειώνει. Η ώρα της επιστροφής των εταίρων στην πόλη έχει σημάνει.

 Ετούτο λοιπόν το βιβλίο μοιάζει να το έγραψε ο φόβος της απώλειας των στηριγμάτων. Ο φόβος του μεσήλικα άνδρα που αφυπνίζεται μέσα στο ζόφο του «αδιανόητου νεοελληνικού τίποτα». Τούτο το βιβλίο θεωρώ πως γράφτηκε ώστε να θεσπισθεί ένας εκ νέου βιώσιμος κόσμος. Να ορισθούν εξαρχής τα όρια και τα θεμέλιά του.
 Ο Ζουργός, άξιος χειριστής του ελληνικού λόγου και της τέχνης της γραφής, μας έδωσε αυτό εδώ το βιβλίο που είναι ίσως το πλέον άψογο τεχνικά απ’ όλα όσα μέχρι τώρα μας έχει δώσει. Βρίσκω αναλογίες με την «Ψίχα εκείνου του καλοκαιριού» όπου η ζωντανή μνήμη της παιδικής ηλικίας αποκτά την άξια τιμητική της. Και στα «Ανεμώλια» επίσης, καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται και πάλι γύρω από την πόλη της Θεσσαλονίκης, και με προσχηματικό τελείως το ταξίδι φυγής, άξονας της μνήμης παραμένει η παιδική ηλικία που έχει συνδέσει πέντε άνδρες σ’ αυτήν την ασίγαστη φιλία και σχέση ζωής.

 Η διήγηση καθορίζεται από το αφηγηματικό flash back, την πολυεπίπεδη αναφορά, τον εσωτερικό μονόλογο που προσφέρει το απαραίτητο ψυχολογικό και διανοητικό βάθος σε σχέση με το επιφανειακά «αφελές» ή και παιγνιώδες θέμα και τα δρώμενα (μια φυγή στραπάτσο, μια γκροτέσκα αναχώρηση -προς το αναπόδραστο- ανδρών με παιδικές συμπεριφορές). Οι σκέψεις των προσώπων του μύθου -όπως μας παραδίδονται από τον αφηγητή Νίκο Χαλκίνη- αποκτούν πολύ συχνά δοκιμιακό χαρακτήρα. Η πειθαρχημένα δομημένη διήγηση υφίσταται συχνές ανατροπές. Μελετημένοι και δουλεμένοι χαρακτήρες, πειστικοί μας εισάγουν παραδομένους στην συμπαιγνία της μυθιστορίας. Όσοι θα περιμένουν να συναντήσουν πειραματισμούς κάθε λογής, νεωτερισμούς που ξαφνιάζουν ή δομικές καινοτομίες μορφής και ύφους στα «Ανεμώλια» μπορεί να απογοητευτούν. Έχουν κι από άλλους απαντηθεί αυτά. Ο Ζουργός δεν αποσπάται από το σώμα των μεγάλων ελλήνων πεζογράφων. Είναι επικός και βαθύς και χαράζει ένα δρόμο συνέχειας. Και μ’ αυτήν την έννοια είναι κλασσικός συγγραφέας. Δεν θ’ αναζητήσουμε λοιπόν εδώ «πρωτοπορία» μα διάρκεια. Ποιό όμως είναι το αληθινό ζητούμενο αυτού τoυ βιβλίου;

Δεν είμαι τίποτα
Ποτέ δεν θα είμαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να είμαι τίποτα.
Εκτός απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα όλου του κόσμου
21.

Ο Τζόϋς βάζει τον δικό του Οδυσσέα να περιπλανιέται σε μια μόνο μέρα, καθώς στο ογκώδες εκείνο βιβλίο όλα συμβαίνουν μέσα σε μια μόνον μέρα. Πόσο κράτησε το ταξίδι στα «Ανεμώλια»; Σχεδόν δυο μήνες. όσο ένα καλοκαίρι. Τέλος Αυγούστου κι όλα έχουν τελειώσει. Μια τυχαία συνάντηση κατά την επιστροφή στη Θεσσαλονίκη με τον Μιχάλη των εφηβικών χρόνων και μια εκατέρωθεν –προσγειωτική- παραδοχή των ισχυόντων. Από τον ονειροπόλο έφηβο Ντέμιαν που ξεχωρίζει ανάμεσα στα υλικά, που σημάδεψαν κι έπλασαν την νεότητά του, ο Χαλκίνης στέκεται πλέον με σημασία στη φράση-κραυγή του Ρίλκε «είμαστε οι μέλισσες του αόρατου». Κι αν δυσπιστεί στην ικανότητά του ν’ αφουγκραστεί πια το βόμβο τους είναι κάποιο χρέος που κινεί τη ζωή του. Και η ηθική ικανοποίηση (και ευτυχία) που του προκύπτει από την «υποχρέωση» να σπρώχνει ένα καρότσι που μεταφέρει ένα ανήμπορο σώμα μέχρι αυτό ν’ αξιωθεί να κάνει τα πρώτα του ανεξάρτητα βήματα, δίνει το στίγμα πάνω από τους χαλεπούς και δυσοίωνους καιρούς. Ο Ζουργός υποβάλει σχέδιο μελέτης της ζωής και πνευματική παρακαταθήκη επιβίωσης μέσα από αυτό το -σχεδόν- βιβλίο «για άνδρες»22.
Το κάτοπτρον του κόσμου. Αλλά και το έσοπτρον. Ο έσω και έξω νόστος. Η Τροία ως προϋπόθεση της Ιθάκης. Η Ιθάκη πριν και μετά την Τροία. Η ωραία Ελένη ως προϋπόθεση της Αυλίδας και της θυσίας εκεί αλλά και ως προϋπόθεση της Τροίας, ως προϋπόθεση και της επιστροφής. Η Ιθάκη : η πόλις. Ο γυρισμός εκεί και το νόστιμον ήμαρ δεν ξημερώνουν ματαίως...

«Τις πρώτες μέρες της επιστροφής μου κατάλαβα πόσο ευεργετικό είναι να περνάμε κι εμείς κάποιες ώρες στην κουζίνα μαζί με τις γυναίκες. Εκεί, ανοιγοκλείνοντας ντουλάπια, στους αχνούς του νερού που κοχλάζει στα μπαχάρια που ξεφεύγουν απ’ το βάζο και κατρακυλάνε στον πάγκο, δίπλα σ’ αυτές ανιχνεύουμε το πραγματικό μας πρόσωπο. Σε κάθε κουζίνα, σε κάθε γυναίκα υπάρχει ένα ματάκι, όπως αυτά που βάζουν στις εξώπορτες. Σκύβοντας και κοιτάζοντας, μπορεί μια μέρα να δεις την αιωνιότητα να σκουπίζει τα πόδια της στο χαλί και να σου χτυπάει το κουδούνι» 23.

Ωστόσο το αυτί του Νίκου Χαλκίνη τις σιωπηλές νύχτες τις αγρύπνιας ακόμα αφουγκράζεται και περιμένει να ακούσει!


Αναφορές και σημειώσεις

1,4,5,6,8,9. Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, εκδόσεις Πατάκη, 2011 

2. Η φράση περιλαμβάνεται σε επιστολή του Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε προς τον Witold Hulewicz στις 13 Νοεμβρίου 1925 (ο Βίτολντ Χούλεβιτς ήταν ο Πολωνός μεταφραστής του). Το συγκεκριμένο απόσπασμα της επιστολής έχει ως εξής: (…) «Έτσι πρέπει, τα πάντα εδώ, όχι μόνο να μην τα κακοποιούμε και να τα εξευτελίζουμε, αλλά ειδικά... θα πρέπει αυτά τα φαινόμενα και τα πράγματα να τα κατανοούμε όσο γίνεται βαθύτερα και να τα μεταμορφώνουμε. Να τα μεταμορφώνουμε; Ναι, γιατί καθήκον μας είναι αυτή την προσωρινή, ανίσχυρη γη να εντυπώσουμε τόσο βαθιά, με τόσο πόνο και τέτοιο πάθος, που η ύπαρξή της μέσα μας "αόρατα" να αναστηθεί και πάλι. Είμαστε οι μέλισσες του αόρατου!» (Ρ. Μ. Ρίλκε «Οι ελεγείες του Ντουϊνο» μτφρ. Μαρία Τοπάλη , Πατάκη 2011).
3. Ισίδωρος Ζουργός, "Μια χαρτογράφηση του ντόπιου μηδενισμού» "Ελευθεροτυπία"- "Βιβλιοθήκη", τχ. 648, 25.3.2011
7,12,13 Κ.Π. Καβάφη Η πόλις
10. Τ. S. Eliot «Τέσσερα κουαρτέτα για το τέλος της ανθρωπότητας» μτφρ. Εφη Αθανασίου, εκδόσεις Ίκαρος, 2002.
11. Εζρα Πάουντ «Τα Άσματα της Πίζας», Canto LXXIV, μετφρ. Αντ. Ζέρβα, Ίνδικτος

14. Δημήτρης Δημητριάδης «Ο ιός της Ελένης». Περιλαμβάνεται στον τόμο δοκιμίων «Η εμπράγματη φαντασία-Μια πολύπλευρη συνεύρεση», Ίνδικτος, 2007. 
15,16,18,19, 23. Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, εκδόσεις Πατάκη, 2011 
17. Εζρα Πάουντ «Τα Άσματα της Πίζας», Canto LXXIV, μετφρ. Αντ. Ζέρβα, Ίνδικτος
20. Περιλαμβάνεται στη μικρή ποιητική ανθολογία «Άγνωστες γλώσσες- Μικρή ποιητική εκλογή» μετφρ. Μίλτος Φραγκόπουλος, Άγρα (2009).
21. Φερνάντο Πεσσόα, Ποιήματα. «Καπνοπωλείο» ποίημα του «ετερώνυμου» Αλβάρο Ντε Κάμπος (μτφρ. Γιάννης Σουλιώτης), Printa 2007.
22. Λαμπρινή Κουζέλη, «Ανδρικές αποδράσεις», Το Βήμα της Κυριακής (βιβλία) 24/4/2011, τχ. 16189.



Φωτογραφίες:
α) Εξώφυλλο του βιβλίου
β) Οδυσσέας και Σειρήνες, αναπαράσταση σε μελανόμορφο αγγείο, Βρετανικό Μουσείο.
γ) John William Waterhouse, Οδυσσέας και Σειρήνες, 1891, National Gallery of Victoria, Μελβούρνη Αυστραλίας
δ) ”ΟΥ ΤΙΣ”, Λισαβώνα 2011, φωτογραφία Ν. Τσίγκας



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ