16.8.11

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΟΣΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ: Αναβαθμοί και στάσιμα

Απ’ τη συνοικία Ντουλτσό, κλιμακωτά στο ύψωμα, συνοικίες και τοποθεσίες της Καστοριάς που περπάτησες για να μπουν στην καρδιά σου. Από την Εβραϊδα προς την οδό Αγίου Θεολόγου με τα οστά των αδελφών στην κρύπτη της εκκλησίας, στον Αγιο Μηνά που ανήμερα της γιορτής του η Καστοριά λευτερώθηκε. Δεν ξέρεις αν είναι δρόμος ψυχής η οδός Αγίου Αθανασίου, το παζάρι στην ψαραγορά με τις φωνές των διαλαλητών, μικροπωλητών κι εμπόρων. Δεν ξέρεις αν είναι οι πάγκοι με τα λαχανικά, τα ψάρια, τις ελιές, τα ρούχα. Το παλιό βυρσοδεψείο που στεγάζεται η έκθεση γούνας, τα όρη που υψώνεις το βλέμμα, η Αλεβίτσα και το Βίτσι με τις κεραίες των σταθμών, το Μπίκοβικ που στον εμφύλιο έγιναν σκληρές μάχες. Κτίσματα χεριών, η Μητρόπολη στη θέση ιερού της Ηρας, το Κουρσούμ Τζαμί. Ισως ο υδάτινος δρόμος του Αϊ –Σπυρίδωνα, που κάθε χρόνο στη γιορτή του απ΄ τη μεριά της λίμνης έρχεται.
Ποια χνώτα οδηγούν την ψυχή, ποιές πνοές ανομολόγητες;
Αλλού το μυαλό κι αλλού το χέρι.
Περιπατητής στο συνοικισμό Νταηλάκη, στην κορυφή της Ψαλίδας με το σμιλεμένο πρόσωπο του Μεγαλέξανδρου.
To αλύχτημα των τσομπανόσκυλων απ’ τη στρούγκα γύρω από το γαλάρι και τα γρέκια, λάλημα πετεινού για όρθρο. Πρέπει να εγερθείς για ν’ αντικρίσεις το προσκυνητάρι της Αγία ς Σοφίας, Πίστης, Αγάπης, Ελπίδας στη στροφή του δρόμου, τα μαντίλια κόμπο στο συρμάτινο φράχτη στον Αγιο Ελευθέριο, που χαρίζει χαρμόσυνο τόκο, τις κάλτσες που κρέμονται στο εικόνισμα. Να εγερθείς από τους δρόμους του ύπνου για να πορευτείς στο δρόμο της ψυχής που στον αέρα χαράζουν πετάγματα.
Απ’ τα πλαϊνά υψώματα αποφεύγεις την περιοχή με τα κατάλοιπα της ανθρώπινης κατανάλωσης, της σύγχρονης ζωής τα σκουπίδια. Ψηλότερα, μισοκατεστραμμένα πολυβολεία από τσιμέντο και πέτρα σημαδεύουν την εποχή του πολέμου. Χωριά απόμακρα, Κολοκυνθού, Καλοχώρι, Μεσοποταμιά, Οινόη.
Σου είναι ξένη η ζωή τους, λουλούδια στα πόδια κατάσπαρτα, ο ασφοδελίνος και η λαδανιά, ο ασπάλαθος και το σμιλάγκι. Ξένα ονόματα, χάνεις τη διάθεση να σκύψεις και να μαζέψεις. Κέδροι και δρύες καλύπτουν την πλαγιά. Ένα φίδι χάνεται στις πέτρες εγκαταλελειμένου προμαχώνα, όπως σφράγισε και του Πλωτίνου το θάνατο. Ανήμπορα κεφάλια νεκρών θρέφουν τη γη, στα μάτια τους θεριεύουν ρίζες.
Από τη μύτη του Μεγαλέξανδρου η λίμνη λαμποκοπά. Βασιλοπούλες μεταμορφωμένες λούζονται, μια πίσω απ’ την άλλη πλέουν σε νερό πράσινο, γκρίζο όταν καθρεφτίζεται μουντός ουρανός. Ασημόγλαροι ταξιδεύοντας βαθιά στη στεριά το χειμώνα. Το κιρκίρι ξεχειμωνιάζει στις καλαμιές. Κατηφόρα και στα ποδάρια τυλίγονται νεραϊδονήματα.
Στην τοποθεσία της λίμνης Κιόσκι που διανυκτέρευσε ο Κάστωρ, τους Δουπιάκους με τον προϊστορικό οικισμό στην όχθη, με τους ογκόλιθους των τειχών. Εντάφιες προσωπίδες στο διάβα σου, ακίνητες ωσάν αγάλματα, Θεόδωρος Ταμπάκης, Δήμητρα, Γεώργιος Κοσμάς. Κουβέντες , μεταβολές των ανθρώπινων, ο Κατσιγιάννης έκλεισε ταβέρνα και άνοιξε περίπτερο, ο Μπεζανάς αποκατέστησε δυό κόρες. Τα βήματα ακολουθούν συμβάντα η τώρα και η πριν ζωή. Λόγια μέσα στα χώματα με των πραγμάτων τη στάχτη.
Για να ψαύσεις την υπόσταση την υλική των πραγμάτων, να βρεις σχήμα πραγματικό, αναζητάς τη μορφή περιφερόμενος στα νεκροταφεία, σα να ήταν να σχηματιστεί απ’ τους τάφους. Καταγράφεις ονόματα, ημερομηνίες γεννήσεων και θανάτων, σημεία που οροθετούν τη μορφή. Το πλήθος των ονομάτων, η ποικιλία των ημερομηνιών σε φέρνει σε κατάσταση μέθης. Περιφέρεσαι στα νεκροταφεία χωρίς να κουράζεσαι. Οι διάδρομοι, οι σχηματισμοί των τάφων δίνουν εντύπωση πάζλ. Θα ξεπηδήσει μορφή μόλις πληρωθεί η απουσία.
Στο κοιμητήριο Αγίας Παρασκευής είναι θαμμένος ένας θείος. Στ’ αυτιά αντηχεί το τρίξιμο της ξύλινης σκάλας του σπιτιού απ’ το βαρύ του περπάτημα. Τάφοι μικροί στις εσχατιές του περιβόλου, ανήκουν έλεγαν σε αβάπτιστα, σε απόρους που αγνοείται τ’ όνομά τους. Σε τάφους με σπασμένο σταυρό, με κατεστραμμένα ξύλινα κάγκελα, δεν ήξερες αν πατάς σε έδαφος ή σε τάφο. Δεν διακρίνεις ηλικία στα πρόσωπα, σαν μια φωτιά να σβήνει τα σημάδια της φθοράς, κι αγέρας ύστερα τους παίρνει όλους προς τη θάλασσα. Ο Θερμαϊκός κατάληξη του ταξιδιού όπου η ζωή από το σπέρμα τ’ ουρανού συλλαμβάνεται, και τα έμβρυα ξεπηδούν στους δρόμους της πρωτεύουσας των προσφύγων.
Τη σχέση με τα πράγματα καθορίζουν οι τάφοι με τα ονόματα. Σε μια επίσκεψη είδες και τ’ όνομά σου στη σειρά των ονομάτων του οικογενειακού τάφου. Νοερά αλλάζεις τη θέση με τους υποκάτω της επιφανείας της γης. Θέλεις να δώσεις στον πλησίον υπόσταση για να υπάρξεις. Το τρισάγιο σα να το κάνεις στον εαυτό σου, συγχέοντας τους δρόμους ζωντανών και νεκρών. Αν το αύριο ξημέρωνε μετά χίλια χρόνια, θα συναντούσες το παιδί που πέθανε χθες στο νοσοκομείο. Η μάνα του διηγιόταν παραισθήσεις που συνοδεύουν το ψυχορράγημα. Το παιδί ζητούσε να θυμιάζει συνέχεια, πυκνό θυμίαμα τη μέρα που πέθανε. «Μην ανοίγεις παράθυρο» έλεγε, «δεν βλέπεις που ήρθαν η Παναγία και οι ΄Αγιοι;» Η γυναίκα σου λιποθύμησε, κοπήκανε τα γόνατά της. Κρατώντας την απ’τα πόδια καθώς τη σηκώνατε, σκεφτόσουν τις γάμπες της θείας που ξεπρόβαλαν απ’ το σάβανο καθώς την απίθωναν στον τάφο.
Άστεγος και γυμνός, αμίλητος, ξένος. Δεν ξεγελιέμαι, ενθουσιασμός δεν με τραβά. Πέταξα από πάνω μου αισθήματα που γλυκαίνουν την ύπαρξη, φορτίο άχρηστο και με παιδεύει η νέκρωση, τα βλέπω όλα νεκρά. Από που παίρνω ζωή, τι υπάρχει ζωντανό εντός μου; Δεν μετέχω σε αίσθημα που να ζωντανεύει κάθε στιγμή. Το ενδιαφέρον μου σβήνει. Παραμονές ταξιδιού μελαγχολώ, δεν χαίρομαι την περιπέτεια, θαλπωρή των αισθήσεων. Πριν ξεκινήσω, το ταξίδι έχει κιόλας τελειώσει. Βλέπω τον εαυτό μου να επιστρέφει, να βάζει στην πόρτα το κλειδί, ν’ αδειάζει τις βαλίτσες ως το επόμενο καλοκαίρι, στην εναλλαγή των εποχών χωρίς διάκριση.
Καιρός του τεκείν και του αποθανείν.
Πρέπει να αναχθείς σε ύψος καθαρό των πραγμάτων, έξω από χνώτα που προσδοκούν, ελπίζουν, χαίρονται, απολαμβάνουν, κερδίζουν , πλεονεκτούν, διακατέχονται, προσπαθούν, ανταγωνίζονται, συσκέπτονται, προωθούν, προορίζονται, μείγνυνται, κορυβαντιούν, ευωχούνται, πενθούν, ποδηγετούν, συμπλέκονται, επιβάλλονται, κυριαρχούν, εξουσιάζουν, νικώνται, ακολουθούν, διαμαρτύρονται, παραπονούνται, πείθονται, δικαιώνονται, υποκύπτουν, διαδηλώνουν, απαιτούν. Εγκαταλείπεις τα προσωπεία και αφουγκράζεσαι τον άνεμο.
Οσμή κυπαρισσόξυλου μεταφέρει στα φτερά του πουλί, από διαδρομές μακρινές κι από ταξίδια. Ποτάμια σε ταξιδεύουν αόρατα, ποτάμια χώματα δέχονται τη μορφή. Ποταμός εν ονείρω σε ταξιδεύει από τις όχθες της λίμνης Ορεστιάδος ως το Μελισσοχώρι. Το Μιγδονικό λεκανοπέδιο θάλασσα από σινιάκι. Οι πληγές στη ράχη του Ντεβέ Κυράν απ’ τα φουρνέλα, αντικατοπτρισμοί χασμάτων της συνείδησης. Κατ’ όναρ οι αισθήσεις υπερβαίνουν τα χάσματα, ενδίδουν εκεί που δεν μπορούν να εκφραστούν.
Γραφές συνταιριάζεις επάλληλες ερευνώντας όνειρα. Μια φράση απ’ τη μέση ταξιδεύει στην αρχή να συνταιριαστεί με άλλην. Απαλλαγμένη απ’ τη συνέχεια αναζητά ρυθμό. Στη γραμμή της σελίδας ένας τρελός χορός αρχίζει ανεξάρτητα απ’ τη θέλησή σου να δώσεις νόημα στα γραφόμενα.


Με τον τίτλο «Αναβαθμός πρώτος» το παραπάνω ανήκει στην ενότητα «Αναβαθμοί και στάσιμα» που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Α.Κ. «Το άλγος της αφής» (εκδόσεις Νησίδες, 1998).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ