3.7.10

ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΠΟΥΛΙΟΠΟΥΛΟΥ: Ποδόσφαιρο Ι / ΙΙΙ

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ


Το να γίνει ανάλυση στο αν το ποδόσφαιρο έχει επιρροή στην πολιτική και το αντίστροφο θα ήταν εντελώς άτοπο. Το ποδόσφαιρο αυτομάτως συνιστά πολιτικό θέμα με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, από την στιγμή που αφορά δισεκατομμύρια ανθρώπων και ενεργοποιεί το μεγαλύτερο κοινωνικό σύνολο των χωρών όλων σχεδόν του κόσμου.

Τα πρώτα χρόνια ανάπτυξης του ποδοσφαίρου στην βιομηχανική Βρετανία του 19ου αιώνα, οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν, ευνόησαν την ανάπτυξη του αθλήματος. Οι εργοστασιάρχες και γενικά η άρχουσα τάξη, χαιρέτησαν την δημιουργία ποδοσφαιρικών ομάδων από τους εργάτες, καθώς πίστευαν πως απασχολημένοι με το παιχνίδι, θα είχαν λιγότερο χρόνο και διάθεση να ασχοληθούν με το συνδικαλισμό. Από τότε και έπειτα, το ποδόσφαιρο καθώς κατακτούσε σιγά – σιγά τις κοινωνίες όλου του κόσμου, χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές από τα απολυταρχικά και όχι μόνο καθεστώτα για να αποσπάσει τον λαό από τα καθημερινά προβλήματα όπως η φτώχια, η ανεργία και η ανελευθερία.

Το 1934 την διοργάνωση του παγκοσμίου κυπέλλου ανέλαβε η Ιταλία. Η διοργάνωση μετατράπηκε σε προπαγανδιστική εκστρατεία του Μουσολίνι ενώ η κατάκτηση του κυπέλλου από την διοργανώτρια χώρα εξυμνήθηκε από τον εγχώριο τύπο ως νίκη του φασισμού και της ανωτερότητας των μελανοχιτώνων. Βέβαια, από τον φασιστικό τύπο δεν έγινε αναφορά πώς το νικητήριο γκολ της Ιταλίας το πέτυχε ο Όρσι, ο οποίος ήταν λατινοαμερικάνος, πολιτογραφημένος ιταλός. Στην επόμενη επίσης διοργάνωση (Παρίσι 1938), όπου και πάλι η ιταλοί κατέκτησαν τον τίτλο, η επικράτηση τους στον ημιτελικό επί της Βραζιλίας έγινε αφορμή ο φασιστικός τύπος να μιλήσει για «ανωτερότητα της ιταλικής εξυπνάδας επί της βάρβαρης δύναμης των νέγρων». Βέβαια, τα επόμενα χρόνια η ιταλική εξυπνάδα πήγε περίπατο, ενώ οι «βάρβαροι νέγροι» δημιούργησαν την θρυλική Βραζιλία των πέντε παγκοσμίων κυπέλλων (Μπογιόπουλος Ν.-Μηλάκας Δ., 2005, σ.93).

Στην γειτονική Ισπανία, το καθεστώς του Φράνκο αξιοποίησε για πολλά χρόνια το ποδόσφαιρο και δη την Ρεάλ Μαδρίτης, ως μέσο διαφήμισης της χώρας στο εξωτερικό και για να αποσπά την προσοχή του κόσμου στο εσωτερικό με τα πέντε συνεχόμενα κύπελλα Ευρώπης της Ρεάλ. Βέβαια, την ίδια ώρα, τα γήπεδα της Βαρκελώνης και της χώρας των Βάσκων ήταν «βουνά του αντάρτικου» για τους υποστηρικτές της δημοκρατίας (οπ.π., σ.93).

Στην Αργεντινή επίσης το 1978, ο Βιντέλα ως άλλος Μουσολίνι, χρησιμοποίησε την διοργάνωση του παγκοσμίου κυπέλλου σαν διεθνή διαφημιστική καμπάνια για το απολυταρχικό του καθεστώς. Η Αργεντινή κατέκτησε το κύπελλο τελικά, όμως χρειάστηκε ένα «πλαστό» αποτέλεσμα (6-0 το Περού) για να προχωρήσει. Επίσης, η χαρά της κατάκτησης του κυπέλλου μπορεί να έβγαλε τον λαό στους δρόμους να πανηγυρίσει, όμως δεν εξάλειψε την πείνα και την ανέχεια που επικρατούσαν και επικρατούν στην αργεντίνικη κοινωνία. Στην ίδια χώρα το 1986, ο ημιτελικός με την Αγγλία στο Μουντιάλ έδωσε αφορμή να ζητήσει ο τύπος και ο κόσμος εκδίκηση για την κατάληψη των νήσων Φόκλαντς. Η Αργεντινή κέρδισε τους Άγγλους και πήρε και το κύπελλο, σκορπίζοντας ικανοποίηση, καθώς η επικράτηση στο ποδόσφαιρο αποκατέστησε στα μάτια του αργεντίνικου λαού την ντροπή από την στρατιωτική ήττα στα Φόκλαντς. Το ίδιο το αστέρι της εθνικής ομάδας και του παγκοσμίου ποδοσφαίρου γενικότερα, Ντιέγκο Μαραντόνα αποκαθιστά την πραγματικότητα λέγοντας πως: «φυσικά δεν καταφέραμε να αλλάξουμε τίποτα. Η τιμή του ψωμιού δεν μειώθηκε, οι άνθρωποι στην Αργεντινή δεν σταμάτησαν να πεινάνε» (Μπογιόπουλος Ν.- Μηλάκας Δ., 2005, σ.95).

Φαίνεται πώς η εκμετάλλευση του ποδοσφαίρου σαν όπλο χειραγώγησης των λαών βρίσκει μεγαλύτερη εφαρμογή στις φτωχιές χώρες, καθώς πάλι στην Λατινική Αμερική και συγκεκριμένα στην Ονδούρα και το Σαλβαδόρ, ένας αγώνας μεταξύ των δύο εθνικών ομάδων στάθηκε η αφορμή για πόλεμο. Βέβαια, η αληθινή αιτία του πολέμου ήταν τα αντικρουόμενα συμφέροντα των δύο κυβερνήσεων, οι οποίες προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τον φανατισμό που ξυπνά το ποδόσφαιρο για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους.

Επίσης, ένα τραγικό συμβάν που στιγμάτισε το ποδόσφαιρο, συνέβη το 1964 στο Περού όπου η εθνική ομάδα της χώρας αντιμετώπιζε την Αργεντινή. Λίγο πριν την λήξη του αγώνα ο διαιτητής ακύρωσε γκολ της ομάδας του Περού, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν σκηνές αποκάλυψης. Οι οπαδοί ξεκίνησαν επεισόδια και επενέβη η αστυνομία. Ο επίσημος απολογισμός έκανε λόγο για 308 νεκρούς και άλλους τόσους τραυματίες. Μετά τον αγώνα ακολούθησε μεγάλη διαδήλωση στους δρόμους της πρωτεύουσας Λίμα. Το τραγικό της ιστορίας είναι ότι η διαδήλωση δεν έγινε εναντίον της κυβέρνησης ή της αστυνομίας, η επέμβαση της οποίας προκάλεσε τον θάνατο τόσων ανθρώπων, αλλά εναντίον του διαιτητή ο οποίος ακύρωσε το γκολ της ισοφάρισης (Μπογιόπουλος Ν.-Μηλάκας Δ., 2005, σ.97). Για άλλη μια φορά το ποδόσφαιρο λειτούργησε σαν μηχανισμός εκτόνωσης του λαού, του οποίου η οργή δεν στράφηκε εκεί που έπρεπε.

Για να ξεφύγουμε όμως λίγο από την Λατινική Αμερική και να έρθουμε και σε σχετικά πιο πρόσφατο γεγονός, στο ολυμπιακό τουρνουά ποδοσφαίρου στην Αθήνα το 2004 η εθνική ομάδα του Ιράκ έφτασε μέχρι τα ημιτελικά. Το γεγονός αυτό προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού στην ισλαμική χώρα, ενώ και ο διεθνής τύπος έκανε εκτενή αναφορά στο θέμα, καθώς το Ιράκ προερχόταν από τις στάχτες του πολέμου. Ο πρόεδρος της Αμερικής, του οποίου η κυβέρνηση αποφάσισε την εισβολή στο Ιράκ με αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους χιλιάδες ιρακινοί αλλά και αμερικανοί, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το γεγονός για την προεκλογική του εκστρατεία, λέγοντας πως η εισβολή του αμερικανικού στρατού βοήθησε το Ιράκ. Βέβαια, ο προπονητής και οι παίκτες της ομάδας έσπευσαν να θυμίσουν στον πρόεδρο της Αμερικής τις χιλιάδες των νεκρών αμάχων και να δηλώσουν πως δεν επιθυμούν να χρησιμοποιούνται από τον ίδιο στην προεκλογική του καμπάνια (Μπογιόπουλος Ν.-Μηλάκας Δ., 2005, σ.104 ).

Όλα τα παραπάνω γεγονότα, δείχνουν πως το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκε όντως κατά καιρούς από πολλούς επιτήδειους για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους. Πριν σπεύσουν κάποιοι όμως να κατηγορήσουν το ίδιο το παιχνίδι, ας δούμε και μερικά παραδείγματα όπου το ποδόσφαιρο κατάφερε πράγματα που δεν κατάφερε καμία πολιτική. Εν έτη 2007 και μετά από δεκαετίες αιματοχυσιών, οι παλαιστίνιοι δεν κατάφεραν ακόμα να δημιουργήσουν ανεξάρτητο κράτος. Και όμως, η παγκόσμια ομοσπονδία ποδοσφαίρου αναγνώρισε την παλαιστινιακή εθνική ομάδα από το 1934 (Μπογιόπουλος Ν.- Μηλάκας Δ., 2005, σ.99 ).

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η Σάντος του Πελέ, επισκέφτηκε την Νιγηρία για να δώσει μερικούς αγώνες επίδειξης. Η χώρα εκείνη την εποχή, μαστιζόταν από εμφύλιο πόλεμο, που όμως σταμάτησε για λίγες μέρες, έτσι ώστε να μπορέσουν να δουν όλοι οι αντιμαχόμενοι το αστέρι του ποδοσφαίρου. Το 1999 επίσης, η πρώην Γιουγκοσλαβία βομβαρδιζόταν από το Ν.Α.Τ.Ο. Εν μέσω βομβών και του τρόμου που επικρατούσε, η Α.Ε.Κ. έδινε φιλικό αγώνα με την Παρτιζάν στο Βελιγράδι διακηρύσσοντας σε όλο τον κόσμο την νοσηρότητα του πολέμου και τον ευγενή και ειρηνευτικό ρόλο του ποδοσφαίρου (οπ.π, σ.105).

Το πιο ανατριχιαστικό όμως γεγονός, που δείχνει πώς το ποδόσφαιρο μπορεί να γίνει φορέας ηρωισμού και μεγαλείου συνέβη στην Ουκρανία το 1942. Η ναζιστική δύναμη κατοχής αποφάσισε να γίνει ένας ποδοσφαιρικός αγώνας επίδειξης στο Κίεβο, μεταξύ επίλεκτων Γερμανών και της Δυναμό Κιέβου. Η εντολή της Γκεστάπο προς τους παίκτες της Δυναμό ήταν ρητή «αν διανοηθείτε να κερδίσετε θα πεθάνετε». Όπως αναφέρει ο Γκαλεάνο στο βιβλίο του για το ποδόσφαιρο: «(οι παίκτες της Δυναμό) μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο αποφασισμένοι να χάσουν, τρέμοντας από τον φόβο και την πείνα, αλλά δεν μπόρεσαν να καταπνίξουν την επιθυμία τους για αξιοπρέπεια. Μόλις τελείωσε ο αγώνας, τουφεκίστηκαν και οι έντεκα σε έναν γκρεμό φορώντας τις φανέλες της ομάδας» (Μπογιόπουλος Ν.-Μηλάκας Δ., 2005, σ.99). Η Δυναμό είχε κερδίσει τον αγώνα. Οι ιαχές του πλήθους, η οργή εναντίον των κατακτητών και η αξιοπρέπεια τους σαν άνθρωποι και σαν αθλητές, δεν επέτρεψαν στους παίκτες να επικρατήσει το ένστικτο της επιβίωσης και να χάσουν τον αγώνα. Το ποδόσφαιρο, έδωσε την ευκαιρία σε αυτούς τους Ουκρανούς ποδοσφαιριστές να γίνουν ήρωες και να ξυπνήσουν το θάρρος και την αυταπάρνηση σε έναν ολόκληρο λαό.

Εν κατακλείδι, το ποδόσφαιρο μπορεί να παρομοιαστεί με το μαχαίρι, το οποίο από χρήσιμο εργαλείο μπορεί να μετατραπεί σε φονικό όπλο. Το ίδιο το παιχνίδι, είναι μία από τις σημαντικότερες ανθρώπινες δραστηριότητες και είναι συνυφασμένο με την χαρά, την ψυχαγωγία και την ελευθερία. Η μεγάλη του δημοφιλία όμως και η εκμετάλλευση αυτής από κακόβουλους ανθρώπους, μπορούν να το μετατρέψουν σε μηχανισμό «αποχαύνωσης» των μαζών και φορέα ανήθικων και ανελεύθερων ιδεών. Το να κατηγορεί κανείς το ίδιο το παιχνίδι για τα εγκλήματα που γίνονται μέσω αυτού, είναι σαν να κατηγορεί το μαχαίρι για τις σφαγές που πράττει αυτός που το χρησιμοποιεί. Εξ’άλλου από την αρχαιότητα ακόμα, η εξουσία προσπαθούσε να κρατάει «κοιμισμένο» τον λαό δίνοντας του «άρτο και θεάματα». Τα λόγια του Πατρίκ Μινιόν είναι χαρακτηριστικά: «Όταν ο κόσμος είναι σταθερός, είναι και το ποδόσφαιρο. Όταν όμως υπάρχει κρίση στα κοινωνικά μοντέλα και υπάρχει κρίση ανάπτυξης ή ένταξης, το ποδόσφαιρο γίνεται πεδίο διαδήλωσης της αμηχανίας ή της άρνησης των τρεχουσών εξελίξεων» (Μπογιόπουλος Ν.- Μηλάκας Δ., 2005, σ.118). Στο χέρι μας λοιπόν είναι, να δημιουργήσουμε μια κοινωνία η οποία θα έχει την παιδεία και την αντίληψη να απορρίπτει αυτούς που χρησιμοποιούν ευγενή μέσα (ποδόσφαιρο), για ειδεχθείς πράξεις.


ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
ΣΑΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ


Το ποδόσφαιρο σήμερα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους κλάδους της παγκόσμιας οικονομίας. Μόνο στην Ευρώπη, το 3-4% του ετήσιου Α.Ε.Π. της Ευρωπαϊκής Ένωσης παράγεται από τον αθλητισμό ο οποίος εν γένει καταγράφει ετήσιο ρυθμό αύξησης 4%.
Αυτή η τεράστια ανάπτυξη έχει οδηγήσει σε αύξηση της αξίας των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, των χορηγιών, των προϊόντων και όλων των άλλων δευτερευουσών δραστηριοτήτων.

Αν σκεφτεί κανείς, ότι το ποδόσφαιρο και ο αθλητισμός γενικότερα, δεν αποτελούν οικονομική και εμπορική δραστηριότητα πρώτης ανάγκης, όπως είναι για παράδειγμα η γεωργία ή η κτηνοτροφία θα καταλάβει ότι οι οικονομικοί αυτοί δείκτες, μαρτυρούν την σημαντική θέση του ποδοσφαίρου στην ευρωπαϊκή και γενικότερα στην παγκόσμια οικονομία.

Επίσης, σύμφωνα με έρευνα της αγγλικής εταιρίας Deloitte με τίτλο «Ετήσια Έκθεση των Οικονομικών του ποδοσφαίρου» ο κύκλος εργασιών των ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών εταιριών ανέρχεται (στοιχεία 2002-2003) σε 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Τα περισσότερα από αυτά «παράγονται» από τα πέντε δημοφιλέστερα και πλουσιότερα εθνικά πρωταθλήματα (Αγγλία, Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία και Γαλλία) με κύκλο εργασιών 5,6 δισεκατομμύρια ευρώ, αυξημένο κατά 7% από την προηγούμενη χρονιά (Τσακίρη, Το ΒΗΜΑ, 07/11/04).

Τα παραπάνω στοιχεία μαρτυρούν ότι τι ποδόσφαιρο, από παιχνίδι του ελεύθερου χρόνου στις αρχές του 20ου αιώνα, μετατράπηκε σε μια παγκόσμια βαριά βιομηχανία. Οι επαγγελματικές ποδοσφαιρικές ομάδες πλέον είναι Ανώνυμες Εταιρίες και οι ποδοσφαιριστές περιουσιακά στοιχεία τους, τα οποία καταχωρούνται στον ετήσιο ισολογισμό.
Πέραν όμως από το κατεξοχήν θέαμα που προσφέρουν οι ομάδες στο γήπεδο και το εισιτήριο το οποίο πληρώνει κάποιος για να δει, η οικονομία του ποδοσφαίρου έχει πολλούς κλάδους όπως είναι: τα τηλεοπτικά δικαιώματα, οι χορηγίες, οι διαφημίσεις, το ποδοσφαιρικό στοίχημα, η εμπορική εκμετάλλευση των χώρων του γηπέδου, οι ηλεκτρονικές σελίδες των ομάδων, τα ρούχα και οι επίσημες εμφανίσεις της ομάδας, τα διάφορα προϊόντα με το σήμα της ομάδας, η ιατρική υποστήριξη κ.λ.π. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν το ποδοσφαιρικό προϊόν, το οποίο είναι από τα πιο κερδοφόρα στον κόσμο.

Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του προέδρου της ιταλικής Λάτσιο Σέρτζιο Κρανιότι όσον αφορά το ποδοσφαιρικό προϊόν: «Το ποδόσφαιρο είναι η πιο γενικευμένη οικονομική υπόθεση στον κόσμο την εποχή της παγκοσμιοποίησης και του θριάμβου της ψυχαγωγίας. Ποιο άλλο εμπόρευμα αγοράζεται από τρία δισεκατομμύρια καταναλωτές; Ούτε καν η Κόκα Κόλα. Η οικονομία της μπάλας εξαπλώνεται, το κοινό στο οποίον απευθύνεται μπορεί να φτάσει τα πέντε δισεκατομμύρια στις καινούργιες αγορές, όπως η Ανατολή και οι Η.Π.Α.» (Μπογιόπουλος Ν.-Μηλάκας Δ., 2005, σ.144).
Πάντως, είναι αλήθεια ότι πολλές φορές το μέτρο χάνεται και βλέπουμε να υπερισχύει στο ποδόσφαιρο η υπερβολή. Το κόστος των μεταγραφών έχει φτάσει τα μεγέθη προϋπολογισμού μικρού κράτους.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση, όπου ένας ιταλός άνεργος αυτοκτόνησε, όταν έμαθε το ποσό που στοίχισε η μεταγραφή του Κριστιάν Βιέρι από την Λάτσιο στην Ίντερ. Τα τελευταία χρόνια, έπειτα και από την οικονομική κρίση που επέφερε η κατάρρευση των τηλεοπτικών κολοσσών στα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, η κατάσταση ως προς το κόστος των μεταγραφών βελτιώθηκε, ενώ και οι ομάδες, έπειτα από απόφαση της UEFA, υποχρεούνται να δίνουν βάση στις ακαδημίες.

Στην σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, στο ποδόσφαιρο δεν επικρατούν πάντα αγωνιστικά κριτήρια όπως θα δούμε και παρακάτω με την τηλεόραση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ιάπωνα ποδοσφαιριστή Νακάτα ο οποίος μεταγράφηκε στην ιταλική Περούτζια. Την ίδια χρονιά παρουσιάστηκε μεγάλη αύξηση των ιαπώνων τουριστών στην ιταλική πόλη. Την επόμενη χρονιά, η Ρόμα δαπάνησε 24 δισεκατομμύρια ευρώ για την απόκτηση του Νακάτα, ποσό που χαρακτηρίστηκε από τους ειδικούς υπερβολικό για την ποδοσφαιρική του αξία.
Όμως η Ρόμα απέκτησε πρόσβαση στην ιαπωνική αγορά με αποτέλεσμα να πάρει πίσω στο πολλαπλάσιο τα χρήματα της μεταγραφής (οπ.π , σ.168).
Είναι όντως θλιβερό, να βλέπει κανείς το παιχνίδι να θυσιάζεται στον βωμό του κέρδους, όμως θα πρέπει να το συνηθίσουμε, καθώς σήμερα τους κανόνες τους βάζει πολλές φορές αυτό.

Σε ευρύτερο πλαίσιο, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» είναι η προσπάθεια της FIFA να εισαγάγει το ποδόσφαιρο σε νέες αγορές. Σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκαν οι αναθέσεις της διοργάνωσης του παγκοσμίου κυπέλλου στις Η.Π.Α. το 1994 και στην Ιαπωνία και την Νότια Κορέα το 2002. Στο παγκόσμιο κύπελλο του 2002 λοιπόν, παρατηρήθηκαν πολλά διαιτητικά λάθη τα οποία συνήθως έγιναν εις βάρος των αντιπάλων των διοργανωτριών χωρών και ιδίως αυτών της Νοτίου Κορέας.

Η Νότια Κορέα λοιπόν, έφτασε μια ανάσα από τον τελικό του παγκόσμιου κυπέλλου χάνοντας στον ημιτελικό από την Γερμανία και ενώ είχε αποκλείσει προηγουμένως μεγαθήρια του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Φυσικά η FIFA δεν παραδέχθηκε τίποτα δημοσίως και δεν ήταν δυνατόν να το κάνει, όμως είναι πασιφανές πως έδωσε οδηγία να βοηθηθούν οι συγκεκριμένες χώρες, καθώς μέσα από τις επιτυχίες, οι άνθρωποι των χωρών αυτών θα αγκάλιαζαν το ποδόσφαιρο και έτσι θα ανοίγονταν μια νέα αγορά για την βιομηχανία του ποδοσφαίρου.


ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
ΚΑΙ Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ


Η τηλεόραση και τα τηλεοπτικά δικαιώματα πιο συγκεκριμένα αποτελούν σήμερα το νούμερο ένα έσοδο για τις ποδοσφαιρικές ομάδες και για τις ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες. Η διαφημιστική αγορά μέσω της τηλεόρασης είναι η μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα οι εταιρίες να πληρώνουν αδρά μια χορηγία ή μια διαφήμιση σε μια ομάδα ή σε ένα ποδοσφαιρικό γεγονός μέσω της τηλεόρασης. Έτσι, και οι τηλεοπτικοί σταθμοί δίνουν πραγματική μάχη εκατομμυρίων ευρώ για την απόκτηση των δικαιωμάτων μιας ομάδας ή μιας διοργάνωσης.

Για παράδειγμα, το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου στην Πορτογαλία το 2004 επέφερε στην UEFA 560 εκατομμύρια ευρώ, μόνο από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, από τα οποία τα 220 τα μοίρασε στις εθνικές ομοσπονδίες.
Όσον αφορά τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους τώρα, στην πρώτη κατηγορία του αγγλικού πρωταθλήματος, τη σεζόν 1999-2000 τα τηλεοπτικά δικαιώματα έφτασαν τα 762 εκατομμύρια ευρώ, ενώ στην αντίστοιχη του γαλλικού τα 335. (Μπογιόπουλος Ν.-Μηλάκας Δ., 2005, σ.140).

Μέχρι το 1999, τα τηλεοπτικά δικαιώματα των ομάδων, τα διαπραγματευόταν η ομοσπονδία του πρωταθλήματος από κοινού για όλες τις ομάδες. Από εκείνη την χρονιά όμως και μετά, οι σύλλογοι σίγουροι ότι βρήκαν την κότα με τα χρυσά αυγά αποφάσισαν να διαπραγματεύεται τα τηλεοπτικά δικαιώματα κάθε σύλλογος ξεχωριστά.

Αυτή η νέα διαδικασία, όχι μόνο μεγάλωσε το χάσμα μεταξύ των μεγάλων και των μικρών ομάδων αλλά οδήγησε και στην κατάρρευση τηλεοπτικών κολοσσών στην Αγγλία και την Γερμανία. Αυτό συνέβη, διότι τα τηλεοπτικά δίκτυα τα οποία απέκτησαν τα δικαιώματα των ομάδων πλήρωσαν υπέρογκα ποσά από την μία και από την άλλη δημιούργησαν συνδρομητικές πλατφόρμες, οι οποίες δεν βρήκαν την ανταπόκριση από την αγορά λόγω του υψηλού κόστους.

Αυτό οδήγησε, στην επανεξέταση από πλευράς ομάδων, τηλεοπτικών σταθμών και διαφημιζομένων του κόστους του ποδοσφαιρικού τηλεοπτικού προϊόντος. Έτσι, οι ομάδες κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να στηρίζουν το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού τους στην τηλεόραση και αναγκάστηκαν να αναζητήσουν τρόπους για μια πιο ισορροπημένη οικονομική διαχείριση.

Πάντως, η επίδραση της τηλεόρασης στο ποδόσφαιρο είναι παραπάνω από εμφανής. Ήδη από το παγκόσμιο κύπελλο του 1986 στο Μεξικό,. η FIFA αποφάσισε να διεξάγονται οι αγώνες το μεσημέρι, καθώς λόγω της διαφοράς της ώρας, τότε ήταν βράδυ στην Ευρώπη, η οποία αποτελεί την σημαντικότερη αγορά του ποδοσφαίρου.
Οι ποδοσφαιριστές βέβαια διαμαρτυρήθηκαν, καθώς οι συνθήκες ήταν άσχημες γι’αυτούς λόγω της ζέστης, όμως, όπως προείπαμε, το παιχνίδι θυσιάζεται πολλές φορές στον βωμό του κέρδους (Μπογιόπουλος Ν.- Μηλάκας Δ.,2005, σ.147).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ