19.6.10

ΘΑΝΑΣΗ ΤΡΙΑΡΙΔΗ: Ο Χάρος τη δουλειά του κι εμείς τη δική μας

To παρακάτω κείμενο αποτελεί την απομαγνητοφωνημένη ομιλία του συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη που εκφωνήθηκε από τον ίδιο κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Νώντα Τσίγκα «Ου απάν’ κι ου κάτ’ ου κόσμους» στις 12.3.2010 στο βιβλιοπωλείο «Βιβλιορυθμός – Σαββάλας» στη Θεσσαλονίκη.


Δυο λόγια για τον συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη

Ο Θανάσης Τριαρίδης είναι ένας από τους σημαντικούς νέους ανθρώπους της Θεσαλονίκης συγγραφέας με πολύ πλούσιο ήδη έργο και μαχητικός διανοητής. Δυσκολεύομαι να σας πω αν πιότερο είναι πεζογράφος -ποιητής ή ποιητής που πεζογραφεί κιόλας. Πρόκειται για μια ξεχωριστή φωνή, με πληθωρικό και μεστό λόγο, δημιουργικό οίστρο και παλμό. Μια φωνή –για να χρησιμοποιήσω φράση που αγαπά κι ο ίδιος-υψωμένη πάνω από τις απώλειες. Στο έργο του, που φέρει την ανεξίτηλη σφραγίδα του Ουμανισμού, παρελαύνουν οι τύψεις και οι ενοχές αιώνων όσες χρεώθηκαν στον άνθρωπο και οι βασανισμοί χιλιάδων χρόνων που υπέστη αυτός στην πορεία μιας οφειλόμενης κάθαρσης. Ενα έργο που αποτελεί φόρο τιμής στους άπειρους εξανδραποδισμούς και τις αναρίθμητες τελετουργίες του χαμού…διαμέσου των αιώνων.
Ο Θανάσης Τριαρίδης στέκεται μπροστά στην αδυσώπητη μοίρα των ανθρώπων, υπερασπίζεται τις μνήμες και τις ιδέες, γοητεύεται από τους ατελείωτους σπινθηρισμούς του ανθρώπινου μυαλού -που δημιουργεί και φεύγει, δημιουργεί και χάνεται- γονατίζοντας μπροστά στα σημαντικά έργα σταθμούς- στους μεγάλους δημιουργούς. Σπασμωδικά μοιάζει να ξεδιψάει κι από τις τελευταίες ακόμα σταγόνες της ζωής που φεύγει από τα χέρια μας. Τίποτε δεν παραδίδει αδιαμαρτύρητα στο θάνατο, στη φθορά και τη στάχτη. Πολυγραφότατος με πάνω από δέκα βιβλία την τελευταία δεκαετία και πολλά - πολλά ακόμη σε αναμονή.
Πρόσφατα δημιούργησε τις εκδόσεις δήγμα. Το διαδίκτυο, όπου ελεύθερα δικαιωμάτων πετούν από χρόνια όλα του τα βιβλία, δεν κατάφερε να νικήσει το πάθος του για το τυπωμένο χαρτί. Η μεγάλη του αγάπη γι’ αυτό καθώς κι ο σεβασμός του στην υπόθεση της φιλίας τον φέρνουν απόψε εδώ να μιλάει για το ταπεινό μου βιβλίο.
Σε σχέση με όσα θα τον ακούσετε να λέει για μένα ή το βιβλίο -παραφράζοντας μια μόνιμη σχεδόν επωδό που συχνά καταθέτει στα κείμενά του- σας προειδοποιώ :

Μην τον πιστεύετε!
Νώντας Τσίγκας


***

ΠΑΡΟΛΟ ΠΟΥ ΜΙΛΑΩ ΠΟΛΥ -και κατ’ ιδίαν και δημόσια- έχω μια αρχή: Αποφεύγω να μιλάω για ζώντες συγγραφείς, για βιβλία που γράφονται τώρα, που εκδίδονται τώρα, για συγκαιρινά μου έργα. Αυτό το κάνω γιατί αισθάνομαι συχνά αμήχανος απέναντι σε αυτά. Προτιμώ να μιλώ για παλιότερα κείμενα τα οποία έχουν δοκιμασθεί μέσα στη ροή του χρόνου, για παλιότερα έργα τέχνης… Έτσι αποφεύγω τέτοιου είδους παρουσιάσεις, ακόμη και για τα δικά μου βιβλία, εδώ και χρόνια…

Ωστόσο όταν μου ζητήθηκε να μιλήσω για τον Απάν’ κι τουν κάτου κόσμου δέχτηκα με χαρά να το κάνω. Οι λόγοι είναι τρεις: Ο πρώτος είναι προφανής: ο συγγραφέας του – ο Nώντας Τσίγκας. Είτε είστε συνάδελφοι του και τον ξέρετε μέσα από την ιατρική, είτε έχετε προσωπική φιλική σχέση, είτε συναντηθήκατε μαζί του στον κόσμο του Βογατσικού μπορείτε να καταλάβετε τι εννοώ. Είναι ένας «μαγματικός» άνθρωπος βαθύτατα πνευματικός, βαθύτατα ανθρώπινος: ένα σπάνιο χαρμάνι βαθιάς πνευματικότητας, ζωτικής ανιδιοτέλειας, ελεγχόμενης ή και συχνά ανεξέλεγκτης -και πάντοτε παλλόμενης- παιδικότητας, υπερεκχειλίζουσας συγκίνησης. Η δουλειά του είναι το ανθρώπινο σώμα. πράγμα που εξαρχής και εκ θέσεως εμένα με συγκλονίζει. Εχει όμως τη βαθύτητα, έχει την ποιότητα, έχει την καρδιά, έχει το νου να βλέπει κάτι μέσα από αυτό το ανθρώπινο σώμα κάτι… (Κι αν έγραφα αυτό το κάτι θα το ’βαζα με πλάγια γράμματα). Δεν ξέρω αν θυμάστε εκείνον τον στίχο του Ελύτη από το «Λακωνικόν», από τις Έξι και μια τύψεις για τον ουρανό: Λοιπόν αυτός που γύρευα είμαι. Για μένανε (που αγαπάω πολύ ιδίως τον ύστερο Ελύτη και καθορίστηκα από το έργο του) αυτός ο στίχος είναι ένας κακός στίχος ενός κακού ποιήματος, καθώς εμπεριέχει αυτοκατάφαση η οποία μέσα μου υπονομεύει κάθε λογοτεχνική συγκίνηση. Όταν λοιπόν σκέφτομαι αυτόν εδώ τον στίχο σκέφτομαι ότι εγώ δεν είμαι αυτό που γύρευα. Και δεν θα σας κρύβω ότι θα ήθελα να είμαι κάτι από τον Νώντα.

Ο δεύτερος λόγος που είμαι εδώ απόψε είναι η μνήμη δύο ανθρώπων που έχουν συνδεθεί μ’ αυτό το βιβλίο: Του Γιώργου Γκολομπία και του Χρυσόστομου Τζημάκα, που χάθηκαν κι οι δυο μέσα στο 2009. Φίλοι της καρδιάς και ομήλικοι του Νώντα (ο Τζημάκας θαρρώ λίγο μεγαλύτερος στα χρόνια) ήταν δυο άνθρωποι που έταξαν τον εαυτό τους στη μνήμη – δηλαδή στην τέχνη. Γιατί όπως ξέρετε η τέχνη δεν είναι τίποτ’ άλλο από την αγωνία της μνήμης – από την αγωνία να κερδίσουμε τον χαμένο χρόνο μας. Αυτό βιβλίο γράφτηκε επειδή υπήρξε ο Γκολομπίας και υποστηρίχθηκε ακόμα και στον πρόλογό του απ’ τον Τζημάκα. Δεν τους γνώρισα – αλλά μου λείπουνε. Ξέρετε, άνθρωποι άθεοι και άθρησκοι όπως εγώ δεν έχουν να περιμένουνε τίποτα (κανέναν Παράδεισο, καμία Κόλαση, καμία Τελική Κρίση) παρά μόνον τους ανθρώπους. Να σας το πω αλλιώς: η μόνη εκπλήρωση ανθρώπων σαν και μένα είναι οι άνθρωποι. Και μου λείπει που δεν πρόφτασα να γνωρίσω τον Γκολομπία και τον Τζημάκα. Γι’ αυτό το λόγο νιώθω ότι μέσα σ’ αυτό το βιβλίο αγγίζονται κάπως αδιόρατα οι υπάρξεις μας: η δική τους ύπαρξη και η δική μου. Κι αυτό το λογαριάζω για τιμή.

Ο τρίτος λόγος της παρουσίας μου εδώ είναι καθαρά πολιτικός: Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο στη βογατσιώτικη ντοπιολαλιά. Τη βογατσιώτικη διάλεκτο της ελληνικής, Κι όπως ξέρετε, είναι δίγλωσσο το βιβλίο: είναι δηλαδή γραμμένο στη ντοπιολαλιά τη βογατσιώτικη από την μια και στη ομιλούμενη νεοελληνική, την ομιλουμένη από την άλλη.
Με συγκλονίζουν όλες οι ντοπιολαλιές, όλα τα ιδιώματα όλες οι μητρικές γλώσσες. Με συγκλονίζουν γιατί εμπεριέχουν μέσα τους το δικαίωμα της αγάπης και εξηγούμαι: Ολοι αγαπάμε τη μάνα μας. Aλλά αυτό δεν είναι αγάπη είναι βιολογική ανάγκη. Αγάπη θαρρώ πως είναι ν’ αναγνωρίζεις τον άλλονε ν’ αγαπάει τη μάννα του όπως αγαπάς εσύ τη δική σου. Όλοι αγαπάμε τα παιδικά μας χρόνια, την παιδική μας ηλικία. Και πάλι όμως αυτό δεν είναι αγάπη – αυτό είναι η ανάγκη μας. Δεν μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς την παιδική ηλικία. Αγάπη είναι να μπορείς ν’ αγαπήσεις την παιδική ηλικία του άλλου έτσι όπως αγαπάς τη δική σου. Επίσης με συγκλονίζει η μητρική μου γλώσσα αλλά και πάλι αυτό δεν είναι αγάπη. Αγάπη είναι ν’ αναγνωρίζεις το δικαίωμα των άλλων στη γλώσσα της μάνας τους όπως αναγνωρίζεις το δικό σου δικαίωμα στη γλώσσα της δικιάς σου μάνας. Kι επειδή, ίσως κάποιοι από σας να ξέρετε -ίσως οι περισσότεροι το ξέρετε- ότι έχω μιλήσει για μητρικές γλώσσες και το δικαίωμα να μιλιούνται και να διδάσκονται ελεύθερα (και το ’χω πληρώσει με παντοειδή αποκλεισμό), αισθάνομαι πολύ χαρούμενος που μπορώ γι’ ακόμη μια φορά να μιλάω για τα λόγια μιας μάνας προς το παιδί της τη ντοπιολαλιά μιας μάνας προς το παιδί της. Ελπίζω όσο υπάρχω να συνεχίσω να το κάνω.


***

Αυτοί λοιπόν είναι οι τρεις λόγοι για τους οποίους είμαι απόψε παρών εδώ – και τώρα πρέπει να σας προσδιορίσω για τι θα μιλήσω. Εμένα η δουλειά μου είναι τα βιβλία. Αγαπάω τα βιβλία, αγαπάω τη λογοτεχνία και θα προσπαθήσω να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο έξω από τη συγκινησιακή ένταση που γεννά. Θα προσπαθήσω να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο σταθμίζοντας το και κρίνοντας το ως λογοτεχνία. Κι ας δούμε που θα μας βγάλει όλο αυτό.
Κρατούμε, λοιπόν, στα χέρια ένα βιβλίο σε εκπληκτική τυπογραφική επιμέλεια και έκδοση. Σ’ αυτό δούλεψε πολύ ο Αλέξανδρος Παπάζογλου και μας έδωσε ένα τυπογραφικό διαμάντι. ξέρετε πολλές φορές η ποιότητα είναι και μια πολιτική πρόταση από μόνη της. Δεν βγαίνουν από τη Θεσσαλονίκη τέτοιες εκδόσεις – για την ακρίβεια βλέπουμε στη Θεσσαλονίκη μονάχα εκδοτικές αθλιότητες… Νομίζω δηλαδή ότι αυτό το βιβλίο ο Καλιακάτσος κι ο μακαρίτης ο Γονατάς θα χαιρόντουσαν να το πιάναν στα χέρια τους. Αυτό εδώ το βιβλίο βγήκε στο 2009 ωστόσο έχει γραφτεί στην πρωτότυπη εκδοχή του δηλαδή στη βογατσιώτικη γλώσσα περίπου 15-20 χρόνια νωρίτερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Εκείνα τα χρόνια ο Γκολομπίας και ο Τσίγκας, νέοι γιατροί (τότε ειδικευόμενοι στο ΑΧΕΠΑ), στήνουν και σχεδιάζουν μια εφημερίδα που ονομάζεται «Το Βογατσικό». Σ’ αυτήν την εφημερίδα δημοσιεύονται οι οκτώ πρώτες συνέχειες τούτου του αφηγήματος και νομίζω με μια καθυστέρηση δυο χρόνων δημοσιεύονται και οι άλλες δύο που ολοκληρώνουν το βιβλίο.

Προφανέστατα το βιβλίο ξεκινάει ως μια ενδοαναφορά ανάμεσα σε μια παρέα ενηλίκων βογατσιωτών. Δεν ξέρω αν την ώρα που ξεκίνησε ο Νώντας να γράφει ετούτο το αφήγημα Ου απάν’ κι ου κατ΄ ου κόσμους είχε κατά νουν να κάνει λογοτεχνία. Συχνά η λογοτεχνία ξέρετε έρχεται μετά, έρχεται στη συνέχεια. Σήμερα όμως έχουμε στα χέρια μας ένα κείμενο τελειωμένο· και στην έκδοση του ο Τσίγκας έκανε για μένα κάτι πολύ σωστό: την ιδιωματική βογατσιώτικη γλώσσα την μετέγραψε αντικριστά στη νέα ελληνική έτσι όπως την μιλούμε. Πρέπει να δούμε αν αυτό το κείμενο ξεπέρασε τα όρια της παρέας που το γέννησε, αν ξεπέρασε τα όρια του κύκλου που το γέννησε, αν έγινε λογοτεχνία, αν στα χέρια μας έχουμε ένα λογοτεχνικό έργο που αφορά τα όνειρα και τους τρόμους των ανθρώπων οι οποίοι βρίσκονται έξω από τα συμφραζόμενα του βιβλίου αυτού. Εξάλλου εγώ δεν είμαι βογατσιώτης, δεν ξέρω καθόλου τα πρόσωπα και τα πράγματα του Βογατσικού, δεν μπορώ να αντιληφθώ τα (λεπτά ή και τα όχι και τόσο λεπτά) υπονοούμενα τα οποία ενδεχομένως να υπάρχουνε και να διαπερνούν το βιβλίο αυτό – τα οποία τελικώς δεν μ’ ενδιαφέρουν και θα σας εξηγήσω στη συνέχεια γιατί.

Προηγουμένως ας σας περιγράψω λίγο το βιβλίο, το οποίο ξεκινάει ομολογουμένως πολύ εντυπωσιακά. Ένας άντρας, πενήντα χρόνια πεθαμένος, βρίσκεται στον άλλο κόσμο. Κάποια στιγμή έρχεται ο αρχάγγελος Μιχαήλ και του λέει ότι «πήρες άδεια για να επιστρέψεις για λίγο στον κόσμο των ζωντανών». Περιχαρής αυτός ετοιμάζει την αίτηση, το διαβατήριο, παίρνει το συνάλλαγμα, δηλαδή τα λεφτά που του ’χανε βάλει στο φέρετρο σαν πέθανε (στα χρόνια της Κατοχής) και ξαναέρχεται στον κόσμο μας. Ωστόσο για να έρθει προηγουμένως πρέπει να πάει από το οστεοφυλάκιο να βρει τα οστά του. Ψάχνει τα οστά, δυστυχώς τα οστά του είναι ανακατεμένα με τα οστά του συγγενολογιού του τους οποίους δεν χώνευε κιόλας. Με τα πολλά τα βρήκε, γιατί αυτουνού ήταν τα ωραιότερα οστά και τα καλύτερα. Κι έτσι ξεκινάει η αφήγηση.
Η αφήγηση μας πηγαίνει κατευθείαν στο Βογατσικό: ο «Παζαριώτης» («Παζαριώτης» είναι αυτός που μένει στην περιοχή του Παζαριού της αγοράς) αρχίζει να εξιστορεί τις θαυμαστές περιπέτειές του δίχως να μάθουμε καν τ’ ονομά του. Κεντρικά πρόσωπά στο βιβλίο είναι ο αφηγητής συνεπικουρούμενος από έναν ξάδελφό του ο οποίος ζει ακόμη και είναι πια ενεννηντάχρονος γέρος (ο «Λιόλιας» δηλαδή ο Γιώργος – «Λιόλιας» είναι το βογατσιώτικο ιδιωματικό του Γιώργος) και από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ ο οποίος κι αυτός παίζει έναν σημαντικό ρόλο μες στο βιβλίο.
Ο επανα-μεταστάντας αφηγητής, αφού θαυμάζει την καινούργια εποχή, τα καινούργια καταστήματα τον τρόπο που ζουν οι άνθρωποι, τα αυτοκίνητα που βλέπει στους δρόμους, ξαφνικά βλέπει σε ένα καθρέφτη ότι ο Μιχαήλ του ’κανε κι άλλη μεγάλη χάρη: δεν του έδωσε τη μορφή των σαράντα ετών που είχε σαν πέθανε αλλά τη μορφή του εικοσιπεντάρη. Μια γιαγιά του πετάει ένα μπόγο με ρούχα του μακαρίτη άντρα της νομίζοντας τον πως είναι Αλβανός. Απορεί αυτός γιατί κατέβηκαν οι Αλβανοί στην Ελλάδα: «Εμείς ήταν να πάμε να τους ελευθερώσουμε…» ( Εδώ γίνεται κι ένας πετυχημένος αναχρονισμός: Θυμάται να τραγουδάει το τραγούδι «Έχω μια αδερφή κουκλίτσα αληθινή». Ωστόσο αυτό το φασιστικό τραγούδι που τραγουδούσε ο στρατός όπως ξέρετε ήταν μετεμφυλιακό γέννημα – άρα δεν θα μπορούσε να το ξέρει ο αφηγητής). Προχωρούμε στη συνέχεια. Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος αναδεικνύεται μπροστά στον ήρωα. Μπαίνει σε μια καφετέρια ακούει τους πάντες να παραγγέλνουν «σκάτς». Λέει με εκείνα τα βογατσιώτικα ιδιωματικά λόγια του «Να σκάσετε με το σκάτς!». Βλέπει στην τηλεόραση φόνους, δολοφονίες, σ’ όλο τον κόσμο πτώματα δεν λέει να καταλάβει. Ρωτάει τους πάντες επίμονα «μα δεν τέλειωσε ο πόλεμος;». «Τέλειωσε» του λένε . «Μα τότε γιατί βλέπω αυτά στην τηλεόραση;». Κάποια στιγμή θυμάται ότι όταν πέθανε στον Παράδεισο ήσαν τόσες πολλές οι ψυχές που πήγαιναν ώστε τους είχε βάλει ο Αρχάγγελος Μιχαήλ να κάνουν μια γραμμή για να φτάσουνε στον Παράδεισο. Περιγράφονται τα έργα στο χωριό όπως γίνονται διάφορα αποχετευτικά έργα. Εκπληκτος κουρνιάζει σε ένα δέντρο και ονειρεύεται τα παιδικά του χρόνια σε μια εξαιρετική σκηνή. Όταν ξυπνάει μια θεια αρχίζει και τον ρωτάει διάφορα τον μπάζει στο σπίτι της. Του λέει ότι τους Αλβανούς τους μαζεύουν οι χωροφύλακες. Αυτός θυμάται ότι τον περνάει όλος ο κόσμος για Αλβανό. Μην ξεχνάτε ότι εκείνον τον καιρό είναι ο πρώτος καιρός που έρχονται είναι το πρώτο μεταναστευτικό κύμα προς την Ελλάδα. Θυμάται λοιπόν που τον περνάν για Αλβανό και τον λούζει κρύος ιδρώτας. Η θειά που τον βλέπει να φεύγει τρέχοντας του λέει: «γιατί δεν μου το ’λεγες πως ήθελες να πας στο αποχωρητήριο;».

Η ιστορία συνεχίζεται. Στην συνέχεια (σε μια σκηνή η οποία κατά την γνώμη μου είναι στερεοτυπικά φοβική και ως εκ τούτου λογοτεχνικά αδύναμη) οι Αλβανοί οι οποίοι είναι εξαθλιωμένοι στην τριγύρω ύπαιθρο κάποια στιγμή «του την πέφτουν» να τον ληστέψουν. Αυτός τους ξεφεύγει με κάποιον τρόπο αφού τους δίνει τούρκικες λίρες που είχε βρει μέσα στο φέρετρό του. Κάποια στιγμή, άφραγκος ων, έχει ανάγκη από λεφτά, μπαίνει στην εκκλησία -στην «απάνω» εκκλησία- εκεί ο Αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανίζεται και ελαφρώς μεθυσμένος, ίσως κιόλας μαστουρωμένος, δίνει μια με τη ρομφαία του στο παγκάρι ανοίγει το παγκάρι και του δίνει όλα τα λεφτά. Ενας ιδιότυπος υπερρεαλισμός διαπνέει τις σκηνές με τον Αρχάγγελο. Εκεί υπάρχει και μια εξαιρετική συνομιλία για την οποία θα σας μιλήσω και πάλι στην συνέχεια όταν θ’ αναφερθώ σ’ αυτό εδώ το σημείο. Κάποια στιγμή μπαίνει σ’ ένα αυτοκίνητο για να πάει στη Θεσσαλονίκη. Αφού ο οδηγός τον υποβάλει στο μαρτύριο του τραγουδιού: «Είμαι στα χάϊ μου όταν σ’ έχω πλάϊ μου» καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Τα πράγματα στη Θεσσαλονίκη δυσκολεύουν για τον αφηγητή, καθώς δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει τον αέρα. Ψάχνει να βρει τον Λιόλια τον ενενηντάχρονο συνομήλικό του ξάδερφο ο οποίος είναι ακόμη εν ζωή. Αφού υφίσταται μια διακοπή ηλεκτρικού μέσα στο ασανσέρ, τελικά βρίσκει τον ξάδερφο. Ο ξάδερφος του διηγείται σε δυο κεφάλαια πως τα παιδιά του πήγαν να τον βάλουν στο γηροκομείο και πως στην συνέχεια αυτός τους μίλησε για κάποιον τάχα κρυμμένο θησαυρό οπότε το γηροκομείο πήγε περίπατο και τον πήραν όλοι εκ περιτροπής στο σπίτι τους για να αποσπάσουν το μυστικό του θησαυρού -του θησαυρού που δεν υπάρχει- εκεί γίνεται και ένα άλμα: Κάποτε το δίδυμο του Λιόλια με τον αφηγητή κερδίζει το Λόττο με μεταφυσική μπαγαμποντιά: έχοντας τη δυνατότητα να είναι πέρα από το χρόνο ο αφηγητής καταφέρνει να μάθει τους αριθμούς που θα κερδίσουν. Έτσι κερδίζουν τριακόσια εκατομμύρια, μπαίνουν σ’ ένα on the road ταξίδι στ’ αυτοκίνητο να πάν σ’ όλη την Ελλάδα. Πίνουν, τρών’ του σκασμού, κάποια στιγμή αποφασίζουν να πάν στο Βογατσιώτικο συνέδριο, όπου –δυστυχώς κατά τη γνώμη μου– απολήγει και η αφήγηση. Μετά το τέλος του βογατσιώτικου συνεδρίου δείχνουν κι οι δυο τους να είναι «πλήρεις». Τότε ο ένας μεν αποφασίζει να γυρίσει στον κόσμο των νεκρών, ο άλλος που δεν έχει πεθάνει ακόμα αποφασίζει να τελευτήσει τον βίο του και να πάει μαζί του . Ετσι αφού ανάβουν τα καντήλια στην απάνω εκκλησιά περιμένουν εκεί τον αρχάγγελο Μιχαήλ ο οποίος έρχεται και τους παίρνει. Αυτό περίπου είναι το αφήγημα.


***

Τώρα θα κάνω ένα χρονικό άλμα – για να εξηγήσω σαφέστερα τη σκέψη μου: Στα 1308 ένας άνθρωπος που εξορίστηκε από τη Φλωρεντία, διανοούμενος, αποφάσισε να γράψει ένα κείμενο για να μιλήσει για τα αίσχη των συμπατριωτών του που τον εξόρισαν. Να πει πως ήταν τοκογλύφοι, αιμομίκτες, ομοφυλόφιλοι, που πήγαιναν με παιδιά που κλέβανε που κάνανε διάφορες βρωμιές αλητείες και ανηθικότητες κατά την οπτική του. Ετσι άρχισε να γράφει ένα αλλόκοτο ποίημα όχι στα Λατινικά που ’γραφε μέχρι τότε αλλά κανονικά Ιταλικά. Και το ποίημα αυτό είχε ως εξής: Στο μεσοστράτι της ζωής μου, λέει, βρέθηκα κι εγώ στο μαύρο δάσος κατέβηκα από το μαύρο δάσος στην κόλαση κι εκεί στην κόλαση είδα την δίκαιη τιμωρία των διαφόρων ελεεινών και σιχαμένων πλασμάτων της γης. Ανάμεσα στα ελεεινά και σιχαμένα πλάσματα της γης αντλεί του συγκαιρινούς του φλωρεντινούς που μισεί μαζί με τα μεγαλύτερα κατά την εκτίμηση του καθάρματα της ιστορίας. Κι όμως, αυτό το χωρατό, αυτό το αστείο έφτιαξε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, έτσι όπως τον ξέρουμε και μετέχουμε (όσο και όπως) σε αυτόν. Ο ποιητής ήταν ο Ντάντε Αλιγκιέρι, ο Δάντης και το ποίημά του ήταν η Κόλαση, το Inferno – τo πρώτο μέρος μιας τριλογίας που ο ίδιος την ονόμασε Κωμωδία και οι μεταγενέστεροι την ονόμασαν Θεία Κωμωδία. Αυτό το έργο έφτιαξε την Ευρώπη όπως την ξέρουμε δηλαδή αν σας φαίνεται ένα βιβλίο, το οποίο είναι γραμμένο ως χωρατό ότι έχει μικρή αξία -εξ αντικειμένου- , σας λέω ότι δεν είναι έτσι! Αν δεν υπήρχε η εξορία του Δάντη, αυτός δεν θα έγραφε ποτέ την Κωμωδία – κι αν ο Δάντης δεν έγραφε την Κωμωδία ο κόσμος έτσι όπως τον ξέρουμε σήμερα δεν θα υπήρχε. Αρα μην υποτιμάτε τα χωρατά και τη σάτιρα: συχνά τα χωρατά δίνουν τη δυνατότητα του να μιλήσουμε ελεύθερα και να κάνουμε τις πιο μεγάλες ρήξεις. Κυκλοφορεί η Κωμωδία στα ελληνικά: διαθέσιμες σήμερα στην αγορά είναι δύο μεταφράσεις της Κωμωδίας στα ελληνικά: η μετάφραση του Καζαντζάκη και η μετάφραση του Ανδρέα Ριζιώτη – η μετάφραση του Ριζιώτη έχει και το πρωτότυπο κείμενο. (Καμιά από τις δυο μεταφράσεις, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καλή).

Στα 1758 κυκλοφορεί στη Αγγλία ένα άλλο βιβλίο Τίτλος του The life and opinions of Tristram Shandy, συγγραφέας του ένας παπάς, αγγλικανός ιερέας, ο οποίος εκτός από παπάς είναι και μέλος μίας λέσχης ευτράπελων δραστηριοτήτων με τίτλο οι «Σατανάδες». Λέγεται Λώρενς Στέρν και γράφει ένα βιβλίο με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο που παλινδρομεί ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία και συναντάει διαφόρους συγκαιρινούς του και αποκαλύπτει τις βρωμιές τους και τα «άπλυτά» τους. Ξέρετε αυτό το λαϊκό ευτράπελο αφήγημα το οποίο κυκλοφόρησε την καθυστερημένη Ελλάδα μόλις πριν δέκα χρόνια σε μετάφραση της Εφης Καλλιφατίδη είναι το βιβλίο το οποίο σήμερα θεωρείται ο πυρήνας της μοντερνιστικής πρωτοπορίας του μυθιστορήματος.
Σκεφτείτε επίσης και τον γνωστό όλους σας Οδυσσέα του Τζέϊμς Τζόϋς εκδομένο στα 1922. Ποια είναι η υπόθεσή του; Ενας άνθρωπος φεύγει το πρωϊ από το σπίτι του και γυρίζει το βράδυ και ενδιαμέσως κάνει διάφορα συμβατά και ασύμβατα πράγματα. Πηγαίνει στο ταχυδρομείο, στο εστιατόριο, στο πορνείο, στην καφετέρια, πάει στην παραλία, αυνανίζεται μπροστά σε μια κοπέλα, δέρνεται, ληστεύεται ώσπου στο τέλος επιστρέφει στη συζυγική αγκαλιά – στη Μόλυ Μπλούμ…

Και τα τρία αυτά τα προγραμματικά μη «υψηλά» βιβλία φτιάξαν τον πολιτισμό μας έτσι όπως τον ξέρουμε – και μας υπενθυμίζουν το αυτονόητο: δεν πρέπει ποτέ να υποτιμούμε ένα βιβλίο αν νιώθουμε ότι το θέμα του δεν είναι «υψηλό». Συχνά από τα καθημερινά θέματα, τις λαϊκές αφηγήσεις αναδεικνύεται η πιο ρηξικέλευθη πρωτοπορία. Εξάλλου δυο αφηγήσεις του κλασικού κόσμου τα οποία έχουνε αντίστοιχο περιεχόμενο ενός ανθρώπου και τις θαυμαστές περιπέτειές του είναι ο Λούκιος ή ΄Ονος του Ψευδο-Λουκιανού και ο Χρυσός Γάϊδαρος του Απουλλήιου. Και αν κανείς θελήσει να το πάει παραπέρα, θα δει ότι και ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες είναι μια αφήγηση ευτράπελων περιπετειών – κι όμως αυτό το «ελαφρύ» βιβλίο είναι εδώ και αιώνες ο πυρήνας του ευρωπαϊκού κλασσικού μυθιστορήματος…

Τι έκανε αυτά τα βιβλία μεγάλα, τι τα έκανε να μην είναι χωρατά (που είναι προορισμένα να χαθούν) αλλά να είναι μεγάλη λογοτεχνία; Η ρήξη με την παράδοση. Κι εδώ έχω να πω ότι- ξέρω πόσο αγαπάει ο Νώντας την παράδοση- η λογοτεχνία έχει μια σχέση αγάπη και μίσους με την παράδοση. Η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα αντλούν τις πρώτες ύλες τους από την παράδοση και συνάμα αποσκοπούν να της επιτεθούν, να την διαλύσουν, να την ξεπεράσουν, να την αφανίσουν, να σταθούν επιθετικά απέναντί της. Αν κανείς σκεφτεί πως γεννήθηκε ας πούμε η κλασική τραγωδία είναι προφανές πως γενεσιουργό της αίτιο είναι η άρνηση της παραδοσιακής τελετουργίας. Και γενικότερα θα όριζα τη λογοτεχνία ως μία διαρκή ρήξη με κάθε παράδοση, με την αυτοκατάφαση, με κάθε κυρίαρχη ιδεολογία και εντέλει με τον λεγόμενο καθιερωμένο εαυτό – αυτό δηλαδή που η αυτο-εικόνα μας μας προσδιορίζει ως εγώ. Όταν ένα τεχνούργημα έχει τη δύναμη να διεμβολίσει τον απώτερο εαυτό είναι τέχνη – κι όσο πιο πολύ το διεμβολίζει τόσο μεγαλύτερη είναι. Μην ξεχνάτε ότι ένα από τα πιο μεγάλα αφηγηματικά έργα του 20ου αιώνα ο Ακατονόμαστος του Σάμιουελ Μπέκετ τελειώνει με τη φράση: «Εγώ δεν θα ξαναπώ ποτέ εγώ». Κι από τα πιο σημαντικά κείμενα της νεοελληνικής πεζογραφίας, ένα βιβλίο πραγματικά μοναδικό (το επισημαίνει και ο πολύ αυστηρός Σεφέρης) είναι Το Μυθιστόρημα της κυρίας Ερσης του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη όπου γίνεται μια ανάλογη διαδρομή σε καθημερινά μη υψηλά γεγονότα, φυτά και αντικείμενα: τρόπος με τον οποίο καταγράφει ένας άνθρωπος την διανοητική (ή και μεταδιανοητική) περιπλάνησή του μέσα στο το Βιβλίο της κυρίας Έρσης.είναι μια ακόμη επαλήθευση του λογοτεχνικού είδους για το οποίο μιλάμε…


***

Ας σκεφτούμε τώρα –για να πάω στο βιβλίο που παρουσιάζουμε– τι είναι Ου απάν’ κι ου κάτ’ ου κόσμους. Eίναι ένα αφήγημα που ειδολογικά βρίσκεται στη σατιρική αλληγορία – σε αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε σάτιρα. Και ο ερώτημά μας είναι: Πόσο είναι λογοτεχνία; Πόσο ξεφεύγει μέσα από τον κύκλο του ενδόκοσμου που το γέννησε, πόσο και πώς ξεπερνάει την εμβέλεια ενός κλειστού τοπικιστικού αστείου;
Για μένα το βιβλίο αυτό ξεφεύγει μέσα από τον καταγωγικό του ενδόκοσμο και είναι λογοτεχνία για τους εξής τρεις λόγους: Πρώτον: έχει δικό του ύφος και δικιά του γλώσσα. Τι εννοώ όταν λέω «δικιά του γλώσσα» (και δεν εννοώ βέβαια τα βογατσιώτικα): Εννοώ ότι έχει δικιά του οπτική της γλώσσας, ένα σύμπλοκο γεροντικής (ενδεχομένως και καλογερίστικης) σκωπτικότητας και παιδικής αγνότητας που δημιουργούν τη γλώσσα του κειμένου. Δεύτερον: το κείμενο έχει φαντασιακό ορίζοντα – έναν ορίζοντα με σαφέστατα γειωμένο μεταφυσικό πρόσημο: ένας άνθρωπος ο οποίος είναι στον «απάνω κόσμο» -ενδεχομένως στην ανυπαρξία- αρχίζει στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου να ξεδιαλέγει τα οστά του. Ειδικά αυτή εμένανε η σκηνή μου άρεσε ιδιαίτερα – αν μάλιστα είχα δει το βιβλίο προτού εκδοθεί θα του έλεγα ότι εγώ θα ήθελα να την τραβήξει κι άλλο. Αντίστοιχες τέτοιες ιδιαίτερα τολμηρές φαντασιακά σκηνές δικαιώνουν το λογοτεχνικό χαρακτήρα του βιβλίου: Η σκηνή του αρχαγγέλου Μιχαήλ και του παγκαριού, η σκηνή στο γηροκομείο με τους συγγενείς του Λιόλια, ο διπλός θάνατος του τέλους είναι μερικές από αυτές.

Υπάρχουνε και οι σκηνές οι οποίες έχουν χαμηλότερη λογοτεχνική ένταση. Για την δική μου ανάγνωση οι σκηνές αυτές είναι δύο: Η μία είναι η σκηνή όπου οι Αλβανοί μετανάστες ληστεύουν τον μεταστάντα αφηγητή. Δεν είναι κακογραμμένη –είναι εξαιρετικά καλογραμμένη– απλώς έχω τη αίσθηση ότι υποκύπτει σ’ ένα ιδεολογικό στερεότυπο του καιρού (ή και όλων των καιρών – και μεταγενέστερα γραπτά του Νώντα δείχνουν πόσο ρητά και ευθέως αντιτίθεται σε τούτη τη θέση). Είναι στερεοτυπικά φοβική σκηνή – και με τα στερεότυπα (είτε προς την μια είτε προς την άλλη πλευρά) η λογοτεχνία είναι συνήθως χαμένη.
Η δεύτερη σκηνή, ίσως ακόμη πιο ενοχλητική στα δικά μου μάτια, είναι η σκηνή του συνεδρίου. όλη αυτή η περιπέτεια έγινε για να απολήξουν οι δύο ήρωες σ’ ένα βογατσιώτικο συνέδριο; Εκεί έχω τη συναίσθηση ότι ο καταγωγικός πυρήνας του κειμένου υπερίσχυσε της λογοτεχνικότητάς του. Θεωρώ ότι ειδικά αυτή η σκηνή του Συνεδρίου όχι απλά παρέλκει, αλλά υπονομεύει αφηγηματικά το κείμενο. Και, εγώ τουλάχιστον, θα περίμενα τον Λιόλια και τον αφηγητή μετά από την αφηγηματική διαδρομή που διένυσαν να αναμετρήσουν τον απάνω και τον κάτω κόσμο όχι σ’ ένα βογατσιώτικο συνέδριο μα σε κάτι μεγαλύτερο, εντονότερο, ουσιαστικότερο: Σ’ έναν παιδικό ή γεροντικό έρωτα, σε μια παιδική ή γεροντική ερωτική λαχτάρα, σε μια αναμέτρηση με τις ενοχές του παρελθόντος ή τους πόθους του μέλλοντος... (Όπως καταλάβατε δεν πιστεύω και πολύ –για την ακρίβεια δεν πιστεύω καθόλου– στα κάθε λογής και όποιας κατεύθυνσης συνέδρια…).

Ωστόσο μέσα στην τελική ζυγαριά του κειμένου, έτσι όπως την βάζω εγώ με την δική μου οπτική, θεωρώ ότι στο σύνολό του το κείμενο δικαιώνεται. Δικαιώνεται γιατί είναι κατάσπαρτο από διάφορα στοιχεία υψηλής λογοτεχνικότητας. Μιλάω για εκείνες τις στιγμές των ανθρώπινης αντίφασης ή και παρεκτροπής, αυτό που ίσως να ονομάζεται ανθρωπινότητα – και το οποίο για μένα είναι το κέντρο, ο πυρήνας της λογοτεχνίας. Και αυτός είναι ο τρίτος (και σημαντικότερος) λόγος που συνηγορεί υπέρ της λογοτεχνικότητας του κειμένου
Να σας διαβάσω μόνον ένα από αυτά και σας ζητώ συγγνώμη αλλά θέλω να το διαβάσω στα βογατσιώτικα. Τα οποία δεν γνωρίζω, δεν μίλησα ποτέ μου, και δεν προβλέπεται να μιλήσω μετά την σημερινή ημέρα. Ο απηυδισμένος αφηγητής του λέει του αρχαγγέλου Μιχαήλ να τον πάρει πίσω στο Παράδεισο διότι είναι πολύ άγρια η ζωή στη γη:

[…]
-Δε μπορώ να σι πάρου σήμιρα για τουν Παράδεισου…
-Αμάν ρε Μ’χάλ’ τι μι λές;
-Συμπληρώθ’καν για δυό μήνις τα δρουμουλόγια πιδί μ’. Ασι απ’ πέθανι κι ένας ακόμα απόψι κι να ιδούμι που θα τουν βάλου… Προυχτέ πάλι, τρεις μαζί ανέβασα. Δυό κρατούσα στ’ αμασχάλις. ιντάξ’ αυτοί. Τουν τρίτου τουν έβαλα να μι κρατάει απ’ του λιμό. Αλλά φουβούντα ου έρμους-κι ιδώ απ’ τα λέμι, μια φουρά πιθαίν’ καένας, απ’ λέει κι του ποίημα- κι σφίξι-σφίξι κόντιψιν να μι γκριγώσ’.


Α, εδώ είμαι εγώ – είμαι μέσα, που λέγαμε παιδιά. Τι κάνει, λοιπόν, ο πεθαμένος; Έχει πιαστεί από το λαιμό του αρχαγγέλου απ’ τον φόβο του και σφίξε-σφίξε κόντιψιν να μι γκριγώσ’ (να με πνίξει). Αυτή είναι η λογοτεχνία. Είναι πέρα από τα συνέδρια, είναι πέρα κι από τη σημερινή ομιλία, είναι πέρα από το καθιερωμένο εγώ, από τον απώτερο εαυτό. Είναι κάτι που μας ξεπερνάει.

Να, λοιπόν, γιατί Ου απάνω κι ου κάτ’ ου κόσμος είναι λογοτεχνία: γιατί καταγράφει μια υπαρκτική αγωνία διαμορφωμένη μέσα από την τόσο ιδιαίτερη (την τόσο «μαγματική» όπως σας είπα προηγουμένως) ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου που την καταγράφει. Ενα βιβλίο βαθιά ανθρώπινο παρά το υπεράνθρωπο θέμα του· ένα βιβλίο γεμάτο ανθρωπινότητα: ένας πεθαμένος που σφίγγει το λαιμό του Αρχαγγέλου…
Και γενικότερα ο Νώντας είναι μέσα στη λογοτεχνία. Δεν είναι συμβουλή, είναι γηπεδική προτροπή αυτό που θα του πω: ας αφήσει τις επιστολές, τους προλόγους, τους επιλόγους, τους πολλούς διαλόγους, τις ισορροπίες των τοπικιστικών ενδοαναφορών και ενδοσχολίων, διότι για μένανε όλα αυτά είναι δηλωτικά ανασφάλειας. Ο Νώντας δεν χρειάζεται προφάσεις για να μιλήσει. Μπορεί να αφεθεί στη θάλασσα της λογοτεχνίας γιατί τα ψάρια που γεννάει το μυαλό του είναι ψάρια μεγάλης θάλασσας - δεν είναι ψάρια μήτε μπανιέρας, μήτε ρηχής λίμνης: Ου απάν’ κι ου κατ’ ου κόσμους μα και το Μαύρο χιόνι που ’ναι ένα αφήγημα του Νώντα εικονογραφημένο από τον Μόδη Γούναρη, συνάδελφό του επίσης γιατρό, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες βδομάδες στα βιβλιοπωλεία απ’ τις εκδόσεις Διάπυρον, δείχνουν ότι υπάρχουν όλα εκείνα τα πνευματικά εφόδια κι όλα εκείνα τα διανοητικά τρέμουλα που θα βαθύνουν τις ελπίδες μας και τους τρόμους μας. γιατί για μένανε αυτό κάνει η λογοτεχνία. Η λογοτεχνία κάνει την ζωή μας πιο βαθιά.

Και προς επίρρωσιν όλων αυτών θα σας διαβάσω ένα ακόμη απόσπασμα –όχι μεγάλο– από το επίμετρο του βιβλίου αυτονομημένο από μένα. Πιστεύω πως σε αυτό το απόσπασμα έχουμε όχι μόνο ότι καλύτερο έχει δημοσιεύσει ο Νώντας μέχρι τώρα, μα πως εδώ έχουμε μεγάλη και σημαντική λογοτεχνία. Είναι από το επίμετρο το οποίο είναι γραμμένο μόνον στα νέα ελληνικά – μιλάει ο Νώντας και αφηγείται το ιστορικό του βιβλίου. Σας διαβάζω λοιπόν το αυτονομημένο απόσπασμα και ακούστε το όσο πιο προσεκτικά μπορείτε:

Η απώλεια ενός πολύ προσφιλούς μου ανθρώπου, του θείου μου Θεοχάρη Σιμώτα, σήμανε την πρώτη μου φανερή εξέγερση απέναντι στο θάνατο. Ο άνθρωπος αυτός, που τον αποκαλούσα μάλιστα «παππού», είχε μέσα μου λάβει τη θέση του μακαρίτη παππού μου Γεωργίου Σαββαρίκα («Λιούλ’») τον οποίο δεν γνώρισα ποτέ μιας κι είχε πεθάνει νεότατος στην κατοχή, δεκαπέντε χρόνια προτού γεννηθώ εγώ.
Ο θάνατος του «παππού Θεοχάρη» με γέμισε εκτός από φόβο και μ’ ένα αγιάτρευτο μίσος ταυτόχρονα για κάποιον νέο και όμορφο άντρα. Ποιος ήταν αυτός; Δεν ήταν άλλος από τον Χάρο, τον Άρχοντα Μιχαήλ, μια ωραιότατη δυτικότροπης τεχνοτροπίας αγιογραφία, που καταλαμβάνει ολόκληρο το αριστερό βημόθυρο του Αγίου Νικάνορα στην επάνω εκκλησιά.
Εκεί λοιπόν, όταν πηγαίναμε με τη μακαρίτισα θεία μου Θωμαή, τη χήρα του Θεοχάρη, για ν’ ανάψουμε ένα κερί στα «αποθαμένα μας», είχα την ευκαιρία να προβαίνω σε άκρως εξιλεωτικές και λυτρωτικές ενέργειες. Αφού περιμέναμε επί τούτου να φύγουν όλοι από την εκκλησιά, κι όταν είχαμε βεβαιωθεί πως ήμασταν μόνοι, τότε, με σαφή υπόδειξη και φανερή συναυτουργία της θείας μου, εγώ πήγαινα και κλωτσούσα με όση δύναμη διέθετε τότε το παιδικό μου ποδαράκι, στις κνήμες, τα γόνατα και τα ακάλυπτά πέλματα, τον Άγγελο «που μας πήρε» τον προσφιλή μας άνθρωπο, προσπαθώντας να τον γκρεμίσω από τη θέση του.
Όμως ο Άρχων του θανάτου και των ψυχών, ο μέγας ψυχοπομπός, παρέμενε αλύγιστος, ανέκφραστος κι αληθινά ωραίος.
Όλα τα χρόνια που έχουν περάσει ως τα σήμερα, και αφού ξεπροβόδισα ένα σωρό αγαπημένους μου ανθρώπους μέσα στην ίδια εκκλησιά, πάντοτε το μάτι μου ανατρέχει στην εικόνα αυτή του Αρχαγγέλου ψάχνοντας μάταια να βρω σημάδια που άφησαν ενδεχομένως οι παιδικές μου κλωτσιές πάνω της. Κανένα σημάδι. Και καμιά επουλωμένη πληγή. Ο Χάρος συνεχίζει απτόητος το έργο του.


Αυτό για μένανε είναι λογοτεχνία. Ένα παιδί που βαράει καλαμίδια στον Αρχάγγελο Μιχαήλ – εδώ κι αν είμαι μέσα… Και ορμώμενος από τούτο το απόσπασμα ας κλείσω: Καλέ μου Νώντα, η λογοτεχνία σε περιμένει κι όλοι σε περιμένουμε. Γιατί ο –αιώνιος και αναπόφευκτος – Χάρος θα κάνει πάντοτε τη δουλειά του αλλά εμείς -οι μάταιοι και ανεπανάληπτοι άνθρωποι– έχουμε να κάνουμε τη δική μας.

Σας ευχαριστώ πολύ για τη υπομονή σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ