24.11.09

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Καστοριανό παλίμψηστο*

(ή Η …τρίτη γραφή του βιβλίου του Αλεξ . Κοσματόπουλου «Τα δυο φορέματα)


Η Καστοριά μου χάρισε αντιστύλια
να στηρίξω τον κατακερματισμένο εαυτό μου.

Αλεξ . Κοσματόπουλος

«Τα δυο φορέματα», Εκδόσεις Μυγδονία (2009)

Από τις εκδόσεις Μυγδονία κυκλοφόρησε, η τρίτη έκδοση του βιβλίου του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου «Τα δυο φορέματα». Έρχομαι σήμερα πιότερο ν’ αναγγείλω, στην πόλη που ζυμώθηκε αυτό το βιβλίο, την είδηση της κυκλοφορίας του και λιγότερο να κάμω μια κριτική παρουσιάσή του. Θέλω να θεωρηθεί λοιπόν πως αποτολμώ απλά, σαν κάποιος εν δυνάμει επαρκής αναγνώστης , να παραθέσω τις εντυπώσεις μου από την ανάγνωση του βιβλίου.

Ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, πνευματικό παιδί του Ν. Γ. Πεντζίκη και συνεχιστής της σχολής που εκείνος δημιούργησε στην τέχνη της γραφής, είναι μια ευγενική και αθόρυβη μορφή των γραμμάτων μας με σημαντικό έργο μέχρι τα σήμερα. Στο βιογραφικό του συχνά αναφέρεται : «παρέμεινε επί πενταετία στην Καστοριά». ( Για την ακρίβεια ολόκληρο το σύντομο βιογραφικό του που διάβασα κάποτε έλεγε: «Ο Α.Κ. γεννήθηκε το 1947 στη Θεσσαλονίκη, όπου και σπούδασε Αγγλική φιλολογία. Παρέμεινε επί πενταετία στην Καστοριά και τώρα διαμένει στο Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης»). Τι σημάδεψε όμως αυτός ο τόπος πάνω στο έργο και τη ζωή του Α.Κ. ώστε να βαραίνει τόσο; Αξίζει να κάνουμε την περιδιάβαση στο συγκεκριμένο έργο και οι ερωτήσεις ενδεχομένως θα απαντηθούν.

Αλήθεια πότε ολοκληρώνεται ένα βιβλίο; Όταν παίρνει το «τυπωθήτω»; Όταν ο συγγραφέας το παραδίδει στον διορθωτή; Κι ύστερα πόσες φορές γράφεται; Αν μιλήσουμε για το συγκεκριμένο βιβλίο αντιλαμβανόμαστε πως τουλάχιστον τρεις φορές στις διαδοχικές του εκδόσεις (1982, 1990, 2009) έχει ξαναγραφεί. Και παρά πολλές ακόμα πρωτύτερα και στα μεσοδιαστήματα προτού πάρει το δρόμο για το τυπογραφείο όπως ομολογεί ο συγγραφέας. Το βιβλίο ξεκίνησε να γράφεται δεκαπέντε χρόνια πριν αυτός βρεθεί στην Καστοριά -με την ιδιότητα του διορισμένου καθηγητή της Αγγλικής φιλολογίας στο Τεχνικό Επαγγελματικό Λύκειο κατά τη δεκαετία του ‘70. Η διαδικασία φαίνεται λοιπόν να κράτησε σχεδόν τριάντα χρόνια μέχρι την ωρίμανση της πρόσφατης έκδοσης.
Δυστυχώς η αδυναμία μου να αφιερώσω περισσότερο χρόνο για την παρουσίαση αυτή, καθώς και η εξάντληση των αντιτύπων προηγουμένων εκδόσεων στο εμπόριο, δεν μου επέτρεψαν να σχηματίσω άμεση γνώμη γι’ αυτή τη διαδικασία και για το είδος των αλλαγών που ο χρόνος επιφύλαξε στον όγκο, τη δομή και το περιεχόμενο του βιβλίου. Έτσι θα αρκεστούμε να πιούμε από το κρασί που μας προσφέρθηκε στα 2009.

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (το ποτάμι που πέρασε μέσα από τα χέρια μας χωρίς να πιούμε ούτε μια στάλα- όπως μας οικτίρει ο λογοτέχνης Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος παραφράζοντας το στίχο του Γ. Σεφέρη) γράφει στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου: «Το βιβλίο του Α.Κ. αποκαλύπτει τον δραματικό αγώνα του γυμνού, που απεγνωσμένα ζητά να ντυθεί».
Ο Α.Κ. γράφει: «Καταπιάστηκα με τη γραφή να στολίσω τον εαυτό μου και την εξασκώ εν ονόματι της γύμνιας».

Τι είναι τα «δυο φορέματα»; Και ποια είναι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν και θεατρικά μέσα σε σιωπή διαβαίνουν μπρος στα μάτια μας;
Τα δυο φορέματα που θα ντύσουν τον γυμνό άνθρωπο είναι η θεολογική παράδοση από τη μια που αντιγράφεται και παρατίθεται μεθοδικά, οπλίζοντας τις πεποιθήσεις των χαρακτήρων. Από την άλλη ο αγώνας κάθε ανθρώπου να κατακτήσει μια προσωπική αλήθεια (ένα όνειρο ή μύθο) που θα ζεστάνει τη διαδρομή ως το τέλος ενώ ακολουθεί από κοντά το κρύο χνώτο του θανάτου φυσομανώντας στο σβέρκο.

Ο Όσιος Σισώης τοιχογραφία στο προστύλιο της Μαυριώτισσας (φωτογραφία αριστερά), που θρηνεί ορώμενος τον ανοικτό τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τα γεγυμνωμένα οστά, αποτελεί θαρρώ ένα κλειδί για την ανάγνωση και ερμηνεία του κειμένου. Η μελέτη θανάτου, η άσκηση στη σιωπή είναι η κεντρική ιδέα: «Να περιμένεις τον θάνατο, δίπλα του να πορεύεσαι και να ζεις» βέβαιος πως «Όλα θα φύγουν σαν να μην έγιναν». Και πάντοτε η βασική παρακαταθήκη του Χριστιανισμού που είναι το να μπορέσει κανείς να ζήσει μέσα στην πτωχεία. Αρνούμενος την κτήση και την ψευδώνυμη επωνυμία της επικαιρότητας. Ιδέες που συναντάμε βέβαια συχνά σε μεγάλους διανοητές: «Αυτός που είναι στο τίποτε έχει το πάν» (Λάο Τσε), «Θεέ μου κάνε οι φτωχοί να παραμείνουν φτωχοί…» (Ρ. Μ. Ρίλκε), «Ζήτω η δουλεία! » (Νικολάι Γκόγκολ). Γιατί απλούστατα: «εκεί που δεν υπάρχει τίποτα υπάρχει ο Θεός»…Όταν κατακτήσει κανείς την απόλυτη ένδεια συναντά τον Θεό!

Τα πρόσωπα της διήγησης κινούνται με τους ιδιορρυθμούς της εσωτερικής τους αγωνίας και των συναισθηματικών και πνευματικών τους παλινωδιών. Δεν φαίνεται να συναντώνται πουθενά. Η εσωτερική τους ζωή δραματική και περίκλειστη. Οταν πλησιάζουν μεταξύ τους απωθούνται από φόβους. Δεν αναπτύσσουν σχέση ζωής. Μοιάζει σαν να μη θέλουν να ζήσουν με τους άλλους.

Ο Aλέκος είναι ένας νέος που αγωνίζεται ν’ ανακαλύψει την αληθινή ζωή που του ταιριάζει. Θέλει να αφιερωθεί στη συγγραφή, να ζήσει, πραγματοποιεί την δική του εξέγερση κι αναζητά το πρόσωπό του. Και φυσικά «δεν είναι γιος κανενός, αδελφός κανενός, πατέρας κανενός και δεν έχει σπίτι». Ανέστιος γεύεται τον πλάνητα βίο, ψάχνει να βρει το δρόμο του. Τούτο σαφέστατα παραπέμπει στον Ρίλκε –στον οποίο μάλιστα γίνεται αναφορά δυο φορές στο βιβλίο –και τις Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε:

Αποκλίνω να πιστέψω πως η δύναμη της μεταμόρφωσής του εδραιώνονταν σ’ αυτό, ότι δεν ήταν πια γιος κανενός. (Αυτό είναι άλλωστε η δύναμη όλων των νέων που έχουν απομακρυνθεί).

Βρίσκεται λοιπόν ο Αλέκος στην Καστοριά και διαμένει στο ξενοδοχείο «Ορέστειον». Εννιά μέρες κι εννιά νύχτες -μέχρι να βρει σπίτι που να το αντέχει η τσέπη- κι όλο αυτό τον καιρό στοχάζεται τη διαδικασία της γέννας. Αναλογίζεται και την τελευταία της λεπτομέρεια : από την σύλληψη και την ωρίμανση του ωαρίου, μέχρι τη ρήξη του θυλακίου και τον τοκετό. Ένα βράδυ στο ξενοδοχείο –τη σκοτεινή μήτρα που τον φιλοξενεί- σπάζουν τα νερά, καθώς οι παλιές σωληνώσεις δεν άντεξαν, και πλημμυρίζουν τα πάντα, συμβολίζοντας έναν τοκετό που επίκειται. Ένας άνθρωπος ξαναγεννιέται κι άξαφνα ανακαλύπτει πως τα νερά που χύθηκαν εδώ δεν είναι παρά τα πλοκάμια μυστικών πηγών και συγγενεύουν με τον ποταμό -τον Αλιάκμονα εν προκειμένω- που με τη σειρά του συγγενεύει με την Ορεστίδα λίμνη με σιδερένιες πόρτες κι έπειτα με το Θερμαϊκό κόλπο και τη μεγάλη θάλασσα κι ύστερα με τον απέραντο Ωκεανό.

O Αλέκος επιστρέφει στο ξενοδοχείο γεμάτος συγκίνηση, αντικρίζοντας την Καστοριά ως τροφό που τα χώματά της ζωντάνεψαν μυστικά το κορμί του, νιώθοντας βαθιά να τον αναπαύει σαν να λικνίζεται σε σιωπηλή ακύμαντη θάλασσα.

Η Δήμητρα, μια γυναίκα που ‘χασε τον άντρα της Αλέξιο σε ναυάγιο στη θάλασσα, και για παρηγοριά βρέθηκε (αρνούμενη ν’ αντικρίζει άλλο τον Θερμαϊκό -προέκταση και πικρή υπενθύμιση της θάλασσας που τον πήρε-) πίσω απ’ αυτό το παραθύρι στο Ντολτσό κεντώντας και ζωγραφίζοντας να στοχάζεται και να παρηγορεί τη ματιά της.

«Κατάσταση θαλάσσης τρικυμιώδης. Τα λιμεναρχεία απαγόρευσαν τον απόπλου όλων των πλοίων. «Θα ‘χουμε άσχημο καιρό στην Καστοριά», μονολογεί η Δήμητρα.

Η Δήμητρα ταυτίζει την απώλεια του Αλέξιου με αυτήν της μυθικής Περσεφόνης. Νιώθει τ’ όνομά της να σέρνει την κατάρα του θανάτου. Περσεφόνη -Αλέξιος και Δήμητρα. Η επανάληψη του μύθου δια μέσου των αιώνων και το τραγικό των ονομάτων και των προσώπων. Η φριχτή κάθοδος στον Αδη. Αλλά και η ελπίδα πως ο Αλέξιος δεν χάθηκε για πάντα. Πως δεν έχει πεθάνει. Η Δήμητρα συνοδεύει τον συγγραφέα Γεώργιο Κοσμά σε περίπατο στη λίμνη (μιλά για τους γκεμιτζήδες, το σουργκί, τον πεζόβολο, τη σουρντινίτσα, τα κουμουρίζια, το καϊμάκι, τα νταούλια, τα πελαΐσια, τον μπερντέ και τη ζάγαζα). Περιδιαβαίνουν τις εκκλησιές και ανακαλούν τους μύθους που δένουν τα πράγματα με το παρελθόν της πόλης.

Σε μια διαδικασία «εγκοίμισης» σε ιερό Ναό η Δήμητρα θα ονειρευτεί τον πνιγμένο σύζυγό της Αλέξιο ως ζώντα και όταν αυτός θα μεταμορφωθεί σε χριστόψαρο θα τον θέσει σπαρταριστό στον κόρφο της. Συμβολισμοί της αιώνιας ζωής και παρηγορίας για τους πενθούντες.

Ο συγγραφέας Γεώργιος Κοσμάς («του σφίγγει την καρδιά ένα πένθος») συναντιέται σχεδόν αποκλειστικά με τον φιλόλογο Θεόδωρο Ταμπάκη. Κάνουν μαζί περιπάτους και το γύρο της λίμνης. Ποιός είναι ο άνθρωπος αυτός; Είναι η μορφή του Ν.Γ. Πεντζίκη; (στον Ανδρέα Δημακούδη υπογράφει σαν Σταυράκιος1 Κοσμάς) η μήπως ο ίδιος ο Α.Κ.2 ; (στο πρώτο του βιβλίο χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Αλέξανδρος Κοσμάς). Ο Γεώργιος Κοσμάς καταφέρνει κάποτε να περάσει -άγνωστο πως- σε μια κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου μετά από ένα επιληπτικό η σοβαρό λιποθυμικό επεισόδιο που θα κρατήσει είκοσι ολόκληρες μέρες.(«Πώς έζησε όλο αυτό το διάστημα ενώ βρισκόταν σε αφασία αποτελεί μυστήριο»). Αφού πέθανε σχεδόν («δρασκέλισε το κατώφλι της Περσεφόνης») ξυπνά στο νοσοκομείο, αναγνωρίζει τον φίλο του Θεόδωρο και τον προσφωνεί με τ’ όνομά του. Ο άνθρωπος πάσχει από βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια, ορθοπνοεί, κουράζεται εύκολα κι ο Θεόδωρος Ταμπάκης αναλογίζεται πως αυτές οι επιπόλαιες, υποσημαινόμενες αναπνοές δεν είναι παρά μια προσπάθεια συγκέντρωσης σε μια προσευχή που δεν θ’ αφήσει τον αυστηρό λογισμό να αναμιχθεί στις υποθέσεις της καρδιάς.

Ο Θεόδωρος Ταμπάκης3, καθηγητής φιλόλογος του Λυκείου, πνευματικός άνθρωπος και γεμάτος ανησυχίες, δεν αφήνει το χρόνο του να πάει χαμένος. Τον νοιάζει κι η πόλη κι οι άνθρωποί της . Ξετινάζει τη βιβλιογραφία για την Καστοριά και ξημεροβραδιάζεται στη Βιβλιοθήκη της πόλης. Πάσχει συχνά από κρίσεις αιμορροϊδων και καταφεύγει σε περιόδους υφέσεων στην γαστριμαργική θαλπωρή του επαρχιακού εστιατορίου Ομόνοια. (Και ειρωνεύεται το μενού της Πολιτιστικής πρωτεύουσας Θεσσαλονίκης του 1997 με τις «Iδεών πανηγύρεις» αλλά και το θαυμάσιο επίσης γεύμα που παρέθεσε ο πρόεδρος της Ρωσικής Δημοκρατίας στον Έλληνα πρωθυπουργό κατά την επίσημη επίσκεψή του στη Μόσχα). Παραγγέλνει και τρώει «πρώτο πιάτο ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα και σπληνάντερο στη σούβλα και ολίγο κοκορέτσι. Σαλατικά παντζάρια και μαρούλι. Και για επιδόρπιο κυδώνι ψητό και γαλακτομπούρεκο». Πιο γήϊνος και χειροπιαστός αυτός.
(Οι άλλοι χαρακτήρες όλοι σαν αέρινοι. Και σαν να μην είναι).

Ο Θεόδωρος Ταμπάκης αναζητά και καταγράφει. Καταρτίζει τον καμβά της πόλης για την μελλοντική της τοιχογραφία. Κρατά τα χρήσιμα υλικά και τα ονόματα που θα την κρατήσουν αναγνωρίσιμη στις επόμενες γενεές όπως την κράτησαν μέχρι σήμερα. Βαδίζει στο «Άλσος των φίλων» και στο «άλσος της Ηρεμίας». Αναφέρει το εστιατόριο «Ομόνοια, το κέντρο «η δροσερή Μύτκα», το πνευματικό κέντρο «η Έλλη». Ονοματίζει τα ψάρια της λίμνης (τσουκάνια, γριβάδια, γουλιανούς, πλατίκες, τούρνες και γλύνια). Θυμάται και μνημονεύει την λόγια παράδοση της πόλης (τον Αθ. Χριστόπουλο, τον Λουκά Σιάνο, τον Παντελή Τσαμίση, τον Αναστάσιο Ορλάνδο, τον Θωμά Παπαθωμά ή Ορέστη Μακεδνό, τον Αργύρη Παπαδίσκο ή Αρειο, τον Θωμά Βαλαλά και άλλους). Παρατηρεί τους ψαράδες της λίμνης και τις βάρκες τους (πρόβλιακας, λυτάρια, λαμπάδες, δικουπόσχοινα, αυγατή). Είναι ο καταλογογράφος, ο ιστορητής, αυτός που συντάσσει τα Μηναία και θα περισώσει τα άξια να σωθούν.

Στο θεατρικό έργο του Λουΐτζι Πιραντέλο «έξη πρόσωπα ζητούν συγγραφέα». Εδώ ο …συγγραφέας ζητά να σχηματίσει το πρόσωπό του δοκιμάζοντας τις μορφές του Αλέκου, του Γεωργίου Κοσμά και του Θεόδωρου Ταμπάκη και προσπαθεί να τις προσαρμόσει στο δικό του. Τελικά όλοι οι ρόλοι του ταιριάζουν, όλοι οι μύθοι του ανήκουν. Τέλος βρίσκει και τα φορέματα που θα ντυθεί και το πρόσωπο που θα παρουσιάσει.

Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας τους. Χρειάστηκαν τριάντα χρόνια και αλλεπάλληλες γραφές για να ολοκληρωθεί αυτό το παλίμψηστο, να ταυτοποιηθούν οι ρόλοι, να ανακαλυφθούν τα πρόσωπα και φαίνεται πως αυτό άξιζε τον κόπο. Ο πόθος λοιπόν για την ανακάλυψη της αληθινής ζωής ντύνει το σιωπηλό θίασο. Ενώ κοντά σφυρίζει ο άνεμος το επιτακτικό και αμείλικτο:

Σπορεύς ο πάντων και φθορεύς πάλιν χρόνος

Ή όπως το λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Μονόγραμμα»:

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαστείων οι λάβες
Θα ‘ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι, μ’ ακούς
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει, μ’ ακούς
Στα νερά ένα- ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Οπου κάποτε οι φιγούρες, μ’ ακούς
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς…

Και πιο γήινα ο Α.Κ. στο βιβλίο του :

Ολοκληρώνοντας με τα πόδια το γύρο της χερσονήσου προς την Γκραντίτσα, τον Ταμπαχανά και την πλατεία Καραβαγγέλη, όπου παλαιότερα γινόταν το ξυλοπάζαρο, ο Θεόδωρος στοχάζεται τις ανθρώπινες ανάσες που έγιναν χώμα. Τις εκφράσεις των ανθρώπινων μορφών που διαλύθηκαν στα χώματα, απ’ όπου λαβαίνουμε καρπούς εύγεστους. Θέλει να πειστεί πως απ’ ότι πέρασε τίποτα δεν έχει πάει στα χαμένα.




Βιβλιογραφικές αναφορές

1. Α. Κοσματόπουλος «Αναμοχλεύω το παρελθόν για να στερεώσω το παρόν» (Προδημοσίευση για Τα δυο φορέματα) Εφημερίδα Μακεδονία, Σάββατο 14.3.2009
2. Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε Γαλαξίας – Mετάφραση Δ.Σ. Δήμου, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου Αφών Συρόπουλου -Θεσσαλονίκη 1963
3. Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε Γαλαξίας -Εκδόσεις Ερμειας 1978

Σημειώσεις

Οι σημειώσεις (επί του πιεστηρίου) προέκυψαν μετά από προσωπική επικοινωνία με τον συγγραφέα. Αξίζει να παρατεθούν οι δικές του επισημάνσεις:
1. Ο Σταυράκιος Κοσμάς ήταν ένας στρατηγός του Βυζαντίου. Στην πρώτη μου ποιητική συλλογή, πριν γνωρίσω τον Πεντζίκη και πριν πληροφορηθώ τα του Σταυρακίου Κοσμά είχα δημοσιεύσει σε περιοδικά ως «Κοσμάς», θέλοντας από τότε να παραιτηθώ από την κοσμική μου υπόσταση.
2. Έχοντας δύο ονόματα Αλέξανδρος –Γεώργιος (το «Γεώργιος» έχει πέσει σε αχρησία) δάνεισα το δεύτερο στον Γεώργιο Κοσμά.
3. «Ταμβάκη» είναι το πατρώνυμο της μητέρας μου, απ’ όπου έλαβε το προσωνύμιό του ο ήρωας, άλλαξα το «β» με «π». Θεοδώρα λεγόταν η μητέρα της μητέρας μου.

(*) Ο πάπυρος και η περγαμηνή ήταν ακριβά και δυσεύρετα υλικά γι’ αυτό τα ξαναχρησιμοποιούσαν σβήνοντας η ξύνοντας την πρώτη γραφή. Τοποθετούσαν το χειρόγραφο σε λεκάνη με γάλα για μια νύχτα και έπειτα το έπλεναν με σφουγγάρι. Σε άλλες περιπτώσεις έξυναν τα γράμματα ένα ένα με ξυράφι. Τα χειρόγραφα του είδους αυτού λέγονται παλίμψηστα (από το πάλιν ψάω = αποτρίβω, αποσπογγίζω) Η πρώτη τους γραφή, που άφηνε ίχνη, λέγεται scriptio inferior, η δεύτερη κι νεώτερη scriptio superior. Με τις υπεριώδεις ακτίνες μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε άνετα την αρχαιότερη γραφή.
(Αντιγράφοντας από την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse- Britannica)


Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στην "Παρέμβαση" της Κοζάνης π148 (Μάρτιος-Μάϊος 2009).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ