2.4.09

ΜΠΕΣΣΗ ΜΙΧΑΗΛ: A-(γ)cademia

Παρακολουθώντας με τα εγγόνια μου το παιδικό έργο «Κουνγκ Φου Πάντα» και σε απάντηση της πολλοστής φοράς που ο τρίχρονος Φιλιππής ζητούσε την επιβεβαίωσή μου ρωτώντας αν, «αυτός είναι ο καλός/κακός;» αντίστοιχα, όπου καλός αναδεικνύεται ο άδολος νικητής των δοκιμασιών στις οποίες υποβάλλεται από τον κακό της ιστορίας ο οποίος προκαλεί πόνο και δυστυχία για ιδιοτελείς πάντα σκοπούς, σκέφτηκα ξαφνικά: πώς θα απαντούσα αν κάποιος έκανε την ίδια ερώτηση σχετικά με τους ταγούς στην ελληνική Παιδεία, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα για να τους χαρακτηρίσω, τον ελληνικής καταγωγής διαφοροποιημένο όμως αγγλοσαξωνικό μαζικό όρο Academia. Έναν όρο που περιλαμβάνει όλους τους εργάτες της Παιδείας, κυρίως όμως τον έγκυρο και αναγνωρίσιμου επιπέδου ανώτερο πληθυσμό της πανεπιστημιακής κοινότητας που διαθέτει τα προσόντα να διδάσκει… Κι έτσι μπήκα στη περιπέτεια αυτού του δοκιμίου /ημερολογίου «χαρακωμάτων»…

Οι πρόσφατες εξελίξεις είναι κυριολεκτικά συνταρακτικές τόσο στο είδος, το μέγεθος, το πάθος αλλά κυρίως την υποβόσκουσα ηφαιστειώδη δυσφορία που μοιάζει να κοχλάζει κάτω από την φωνασκούσα αμετροέπεια όλων ανεξαιρέτως στα παράθυρα των ΜΜΕ. Ο τόσο άδικος φόνος του μαθητή από τον ειδικό φρουρό, οι ταραχές, ο σοβαρός τραυματισμός του νεαρού αστυνομικού από τους «άγνωστους τρομοκράτες» και η αυξανόμενη ανησυχία όλων για το τι επιφυλάσσει το αύριο σε όλους μας, με τους κουκουλοφόρους, την καθολική απαξίωση των Πανεπιστημίων, την ουσιαστική εκμετάλλευση του ασύλου για αλλότριους σκοπούς, μας δένει σ΄ ένα αξεδιάλυτο βρόχο δυσαρέσκειας, απογοήτευσης, ματαίωσης, που κλιμακώνεται σταδιακά σε ανίσχυρη, κοχλάζουσα, λάβα οργής, χωρίς χαραμάδες ελπίδας από πουθενά... Ειδικότερα στη Παιδεία και κυρίως στην Ανώτατη, μοιάζει ήδη ξεχειλισμένη η θάλασσα της δυσαρέσκειας και δυσανεξίας.

Τις πταίει;»λοιπόν, ή μάλλον ποιοί είναι οι καλοί που κατά τεκμήριο αποτελούν την αφρόκρεμα φροντίζοντας με το ήθος-πάθος για την αλήθεια και τη πρόοδο, τις βαθειές γνώσεις του αντικειμένου τους, την εξαιρετική καλλιέργεια να μεταλαμπαδεύεται στους μαθητές τους με ανάλογες συμπεριφορές το πρότυπο δάσκαλου που εκπροσωπούν; και ποιοί είναι οι κακοί οι κύριοι ηθικοί αυτουργοί και δράστες στην επαναλαμβανόμενη τραγωδία /γκαντεμιά της Academia;
Η απάντηση με τη πρώτη ματιά είναι εύκολη: Το σύστημα που τους παράγει, δηλαδή όλοι μας. Η κοινωνία πρώτη που επιτρέπει τέτοιες πολιτικές αποφάσεις από τέτοιους πολιτικούς. Η κομματοκρατία. Η βραδυκίνητη γραφειοκρατία που επιτρέπει αν δεν προάγει διαφθορά στις επιλογές, διαπλοκή στις αποφάσεις και στραγγάλισμα κάθε καινοτομίας. Η απληστία των ταγών, η αδιαφορία όλων.

Κι όμως, όλα τα συναισθήματα που πηγάζουν από τις διαπιστώσεις είναι γνώριμα από παλιά. Άλλες τρεις φορές στα τελευταία σαράντα χρόνια (!), πλημμύρισαν με άφατη λύπη τη ψυχή μου, για την αδυναμία να εξηγήσω, να αποδεχθώ και να αντιμετωπίσω τη «γκαντεμιά» της ελληνικής Ακαδημαικής Κοινότητας, το αδιέξοδο να διακρίνω με ειλικρινή προσπάθεια αυτοκριτικής, ποιοί πραγματικά είναι οι Καλοί και ποιοί είναι οι Κακοί... Ακόμη κι όταν ανατρέχω στις μικρές βιωματικές ιστορίες που θα αφηγηθώ, με την ελπίδα να δοθεί μια ιδέα από εμπειρία συμμετοχής, ένα νεύμα προσωπικής αλήθειας για τα μαθήματα που πήρα…

Η πρώτη φορά που αντιμετώπισα την ανενδοίαστη κυνικότητα της Academia ήταν το 1967. Μόλις είχα διοριστεί στο Πανεπιστήμιο (14/4/67) και μια από τις πρώτες υποχρεωτικές παρουσίες κατ΄εντολή της έδρας, ήταν σε ομιλία του Παπαδόπουλου. Δεν θα ξεχάσω την αίσθηση πρώτης απογοήτευσης από την παραληρηματική υπερφίαλη ομιλία που αναγκαστήκαμε να υποστούμε, μια ενέργεια που για τα χρόνια εκείνα θάπρεπε να είναι τελείως φυσιολογική. Γιατί αυτό που συνάντησα συνήθως στη συνέχεια ήταν ακριβώς η άσκηση αυταρχικής εξουσίας από μικρούς τυραννίσκους που παρίσταναν τους «θεούς», άτεγκτοι κριτές των κοινών θνητών των συνεργατών τους χωρίς οι ίδιοι να κατευθύνουν ή να αποτελούν υποδείγματα δασκάλων και φυσικά των άμοιρων φοιτητών τους, ποτέ των ίδιων μέσα στην ολύμπια έλλειψη αυτογνωσίας.

Ως τότε, επειδή δεν χρειάστηκε να καταφύγω σε «μέσον» (εκτός από την υποχρεωτική αγορά συγγραμμάτων) για να περάσω μάθημα, δεν είχα διαπιστώσει το μέγεθος της ασκούμενης εξουσίας στους φοιτητές, από δάσκαλους των οποίων η αξία ήταν αντιστρόφως ανάλογη της δύναμης να επηρεάζουν ζωές. H δίχρονη συνέχεια ήταν καθόλα αποκαρδιωτική για μια νεανική ύπαρξη που ήθελε να μάθει τουλάχιστον, πώς καλύτερα να διδάσκει. Κανείς δεν έδωσε οδηγίες. Ο κανόνας ήταν, αυτοσχεδιασμός για τους έξω από τη κλίκα και τα συντροφικά μαχαιρώματα η συνήθης πρακτική από τους μέσα, τους «καλούς συναδέλφους», που χάρη στην εύνοια της έδρας απαλλάσσονταν από στοιχειώδεις υποχρεώσεις γιατί είχαν αναλάβει να «εξυπηρετούν» ποικιλοτρόπως τις επιθυμίες των καισάρων. Εκείνο που έχει μείνει είναι η ανάμνηση της ακατάσχετης επιθυμίας να αποχωρήσω από το ασφυκτικό κλίμα της πανεπιστημιακής ατμόσφαιρας, ενώ οι ίδιοι οι φοιτητές ήταν ίσως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της εμπειρίας, με τη διάθεση να οργανώνονται γύρω από τις εστίες μετάδοσης γνώσης κι όχι επιρροής.

Κι έφυγα για μεταπτυχιακά στην Αγγλία. Η σύγκριση της ακαδημαϊκής ζωής της χώρας αυτής με την αντίστοιχη ελληνική ήταν οδυνηρή.
Στην αρχαίζουσα γραφειοκρατία της οργάνωσης είδα το σεβασμό στη παράδοση σε συνδυασμό με κριτική αξιολόγηση της κάθε νέας ιδέας ή πρωτοβουλίας κι ενίσχυση κάθε προσπάθειας για απόδοση ή καινοτομία.
Στην κυριαρχούσα κομματική εξάρτηση για κάθε θέση, αντιμετώπισα την αξιοπρεπή αξιοκρατική επιλογή του καταλληλότερου. Στην εκμετάλλευση της ισχύος έζησα την ενίσχυση των κινήτρων για περαιτέρω επιδόσεις, στην αυταρχικότητα συνάντησα την διάθεση διαλόγου, και σε κάθε περίπτωση τον προσήκοντα σεβασμό στην άλλη άποψη, εφόσον υποστηριζόταν με επιχειρήματα.
Όμως ξαναγύρισα στο τόπο μου και η διαδρομή φαινόταν ευκολότερη με την ανάταση που χάρισε αρχικά η «αλλαγή». Ώσπου ήρθε η ώρα να ξανασυναντηθώ με το «τέρας»…

Η δεύτερη είναι πιο προσωπική και πιο απογοητευτικά οδυνηρή, εμπλοκή: Είμαστε στο 1988, στην αρχή της παρακμής του κραταιού ΠαΣοΚ που έφερε τη δημοκρατία με το νόμο για τα Πανεπιστήμια, χωρίς να λάβει υπ΄όψη τί παθαίνει η Δημοκρατία όταν εξισώνεται με άλλες –κρατίες όπως κομματο ή φαύλο. Καλά να πάθω. Αφού η προηγούμενη πικρή εμπειρία ήταν ζωντανή, τι ήθελα να μπλέξω με την κρεατομηχανή του ελληνικού «πανεπιστημιακού» κατεστημένου, που αλέθει κυνικότατα τα πάντα, με ιδιαίτερη προτίμηση στις αρχές, αξίες, ικανότητες, των νέων ανθρώπων που δονκιχωτικά επιζητούν με τη δουλειά και την προσφορά να γίνουν μέλη της;

Όχι, είναι θράσος, εσύ ο outsider να θέλεις να παρεισφρήσεις στο «κύκλο» χωρίς κομματικές περγαμηνές, χωρίς «γη και ύδωρ» στους καθεστωτικά κρατούντες, χωρίς την υποταγή στην περιρρέουσα «κοινοτυπία του κακού»σε όλα τα απολυταρχικά εξουσιαστικά καθεστώτα. Γιατί, η περίφημη αξιακή διεκδίκηση δικαιωμάτων μεταλλάχθηκε σε δικαίωμα στη κομματική ασυδοσία, στην επιλογή όχι των αξιότερων αλλά των δικών μας, στο δημοκρατικό «5» (μου θυμίζει τη μίζα 5% του λαμόγιου που εγκαθιδρύθηκε επίσημα τότε!).

Όμως όλα αυτά ούτε λογαριάστηκαν, ούτε υπολογίστηκαν όταν με ένα τηλεφώνημα από καθηγητή της έδρας μου ζητήθηκε να υποβάλλω αίτηση για θέση επίκουρου καθηγητή. Με πολύ χαρά και περηφάνεια, σε χρόνο ρεκόρ ετοίμασα τα χαρτιά, για να αντιμετωπίσω, την τελευταία κυριολεκτικά ώρα που θα γινόταν η κρίση την πληροφορία, ότι η εισήγηση της έδρας ήταν αρνητική! Πρόλαβα να αποσύρω την υποψηφιότητα πριν γίνει η κρίση.... Η πικρία όμως για την όλη διαδικασία δεν ξεχνιέται, όχι γιατί ένα σεβαστό ως τότε πρόσωπο άλλαξε γνώμη, όπως είχε απόλυτα το δικαίωμα αν νέα στοιχεία υπαγόρευσαν την απόφαση. Αλλά γιατί αφέθηκα να εκτεθώ στη πληγή της ματαίωσης χωρίς κρίση, χωρίς καμιά προειδοποίηση, χωρίς τη παραμικρή εξήγηση, σαν να μη μετρούσα καθόλου...

Και καταλήγω στη τελευταία και φαρμακερή εμπειρία. Το 1993 είχαμε καταφέρει όλο το τμήμα, με πολύ προσωπική δουλειά, την χορηγία του Ιδρύματος Μποδοσάκη και μεγάλο ενθουσιασμό, να εγκαταστήσουμε και λειτουργήσουμε τη πρώτη μονάδα συλλογής κυττάρων ομφαλοπλακουντίου αίματος στην υπηρεσία Αιμοδοσίας του Μαιευτηρίου «ΕΛΕΝΑ»,με προοπτική να αρχίσει η μελέτη και εφαρμογή των άριστων συνθηκών συλλογής και συντήρησης αυτού του ιστού που αποτέλεσε έκτοτε την πιο εκρηκτικά αναπτυχθείσα μέθοδο έρευνας και πιθανότατα θεραπείας για σωρεία παθολογικών καταστάσεων. Το Μαιευτήριο είχε ήδη εγκρίνει την εγκατάσταση και ερευνητική προσπάθεια, ζήτησε όμως όπως ήταν υποχρεωμένο για την κανονική λειτουργία του τμήματος την έγκριση της αρμόδιας επιτροπής του Υπουργείου Υγείας (ΚΕΣΥ), που απαρτιζόταν από πανεπιστημιακούς. Αρνήθηκαν την έγκριση με την αποσβολωτική δικαιολογία ότι το τμήμα, δεν είχε τα προσόντα! Κάτι που λειτουργούσε δεν είχε τα προσόντα να λειτουργήσει! Η συλλογή σταμάτησε. Όλη η προσπάθεια, η δωρεά, η δουλειά, πήγαν χαμένα.

Εξαιρετικά απογοητευμένη, έφυγα από το Νοσοκομείο. Η απορία που δεν έχει απαντηθεί μέχρι σήμερα αναφέρεται στον πραγματικό λόγο της απαγόρευσης: συνηθισμένη πανεπιστημιακή πρακτική «αφού δεν γίνεται από μας, δεν θα γίνει από κανέναν», ή αφορά στην εξαιρετική διορατικότητα των ιδιωτικών συμφερόντων να σταματήσουν την δυνατότητα γιατί υπολόγιζαν στην εκμετάλλευση. Η συλλογή πλακουντίου αίματος ξανάρχισε αργότερα και μόλις το 2008 ξεκίνησε δημόσια συζήτηση, αφού ήδη εγκρίθηκαν και λειτουργούν πολλές ιδιωτικές μονάδες, που με αμφιλεγόμενα κριτήρια και «προϊόντα» αναζητούν εύπιστους πελάτες...

Ποιοί λοιπόν είναι οι «κακοί»; Οι πολιτικοί προϊστάμενοι που επιμένουν να περιστοιχίζονται και να επηρεάζονται από ακαδημαϊκούς μειωμένης αντίστασης στη κομματική επιρροή και αυξημένης αντίστασης σε αξίες που βάζουν σε διακινδύνευση τεράστια διαπλεκόμενα προσωπικά συμφέροντα; Οι αδιάφοροι ανύπαρκτοι, ιπτάμενοι «δάσκαλοι» που διαιωνίζουν με τους κλώνους τους το καθεστώς ατιμωρησίας για βαρύτατες παραλείψεις; Τα κομματικά «πιόνια»που έχοντας εξασφαλίσει καριέρα και απολαβές μάχονται λυσσαλέα κάθε αλλαγή;

Και αντίστοιχα ποιοί είναι οι καλοί: Οι φοιτητές που τα αποδέχονται; Η κοινωνία που δεν υποχρεώνει κανέναν ν’ αλλάξει; Η ίδια η ακαδημαϊκή κοινότητα που αυτοκαταστροφικά δεν ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι, οχυρωμένη σε κομματικές μειονότητες που διεκδικούν ακόμη και με τη βία, κάτω από ψευδεπίγραφες θέσεις υπεράσπισης δικαιωμάτων την παραμονή σε συμφέρον καθεστώς αδράνειας;

Πιστεύω ότι το αρχικό Λάθος ή Κακία είναι συστημικό και συστηματικό διαχρονικά και μας αφορά όλους ως ελληνική κοινωνία: δεν απαντούμε καθαρά τί παιδεία θέλουμε γενικά αλλά στρουθοκαμηλίζουμε ανυπόφορα όταν φθάνουμε στην Ανώτατη, που ενώ θα έπρεπε να αναγορευθεί σε υπέρτατο στόχο –Υπόδειγμα «παίδευσις»ελεύθερων πολιτών στην υπηρεσία της Δημοκρατίας (Περικλέους-Επιτάφιος), την έχουμε περιορίσει όλοι ουσιαστικά στο καθαρά ωφελιμιστικό-χρηστικό επίπεδο δηλαδή τί βιοποριστικό επάγγελμα μας εξασφαλίζει. Ταυτόχρονα, βαυκαλιζόμαστε με ψευδεπίγραφες ουτοπικές μανιχαιστικές επιδιώξεις, για να μη αλλάξει τίποτα.

Να μια απαρίθμηση των ανυπόφορων πια υποκρισιών μας:
-Υποκρισία πρώτη: «Δωρεάν» Ανώτατη Παιδεία με το μικρότερο ποσοστό (προς το ΑΕΠ) επένδυσης, χωρίς αξιοκρατική επιλογή προσώπων, χωρίς υποδομές ή προγράμματα κατάλληλα, χωρίς αξιοπρεπή χρηματοδότηση, αλλά καλλιέργεια της εμμονής στο μοναδικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, Άσυλο! (Χωρίς σχόλιο).
-Υποκρισία δεύτερη: Ανώτατη Παιδεία ανεξάρτητη από την αγορά! Και κανείς δεν κάνει την απλή ερώτηση: Θέλουμε την Ανώτατη Παιδεία μόνο για μόρφωση έρευνα και πολιτισμό; Το αντέχει η οικονομία μας; Και πού θα απορροφηθούν οι αθρόα παραγόμενοι πτυχιούχοι που, πριν από τη κρίση ήδη, τα ποσοστά ανεργίας τους μας έφερναν στη πρώτη θέση στην ΕΕ;
-Υποκρισία τρίτη: Ερευνά σχεδόν ανύπαρκτη, ή κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του αιτούντος, με υποκειμενικά στη καλύτερη, κομματικά στη χειρότερη κριτήρια (όπου υπάρχει, όταν υπάρχει, έχει σχέση κόστους-απόδοσης;)
-Υποκρισία τέταρτη: Ανυπαρξία Αντικειμενικής Λογοδοσίας και Αξιολόγησης Ανώτατων Ιδρυμάτων και συγχρόνως άρνηση σωστής θεσμικής κρατικής παρέμβασης αν υποτεθεί ότι μπορούσε να είναι σωστά οργανωμένη, αν θα επέτρεπαν τα κόμματα να γίνει υπερκομματική (χωρίς λόγια).
-Υποκρισία πέμπτη: Ανεπαρκής κοινωνική πίεση για αλλαγή.

Όλοι λοιπόν έχουμε μερίδιο στη Κακία/γκαντεμια. Και η λύση; Όχι, δεν πιστεύω ότι αποτελούν λύση οι ατέλειωτοι διάλογοι/μονόλογοι από μηδενική ή άλλη βάση. Ούτε το σύστημα αλλάζει με φοβισμένες μικροπολιτικές παρεμβάσεις που βαφτίζονται μεταρρυθμίσεις.
Η ακαδημαϊκή κοινότητα χρειάζεται μια εσωτερική επανάσταση αυτογνωσίας πρώτα για το τί ακριβώς εκπροσωπεί, με ποιό στόχο, με αποδοχή διαφανούς αντικειμενικής αξιολόγησης σε συνάρτηση με ακαδημαϊκή αυτονομία και επαρκή χρηματοδότηση που θα παραχθεί με υπερκομματική συναίνεση. Ο ακαδημαϊκός, πολιτικός, και ο κόσμος της διανόησης, να πάψει να κρύβεται πίσω από εγκληματική ιδιοτέλεια και να συμφωνήσει κατά πλειοψηφία έστω, τί Ανώτατη Παιδεία θέλει τον 21ο αιώνα, στα υπαρκτά πρότυπα πχ της Φινλανδίας, ή όποιο άλλο προτιμηθεί ως καταλληλότερο.
Η πολιτική ηγεσία να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό του πολιτικού κόστους και να αποδεχθεί ριζοσπαστικές αλλαγές στο νέο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού! Η κοινωνία να αρνηθεί να ψηφίσει κόμμα που αρνείται τη συναίνεση! Δεν είναι φανταστική Ουτοπία;

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 12.3.2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ