8.4.09

ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Νικόλαος Δούμπας

Επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 109 χρόνων του θανάτου του Ν. Δούμπα: 23 Μαρτίου 1900

Αφιερωμένο στη μνήμη του σπουδαίου μαέστρου Μιλτιάδη Καρύδη για την αγάπη και το πάθος που είχε για τον Νικόλαο Δούμπα. Η προτροπή του, άλλωστε, υπήρξε η αφορμή για να δουλέψω πολλά χρόνια με υλικό που μου προμήθεψε από τη Βιέννη, ώστε να γίνουν γνωστά και στην Ελλάδα το έργο και η ζωή του Ν. Δούμπα.

Ο Δούμπας γεννήθηκε το 1830 στη Βιέννη. Ο πατέρας του Στέργιος(1794-1870) ήταν από τη Βλάστη της Κοζάνης. Ένα χωριό κοντά και στην Καστοριά. Η μητέρα του, η Μαρία Κούρτη, ήταν κόρη ενός Έλληνα μεγαλέμπορου, που είχε έρθει στη Βιέννη από τη Μοσχόπολη.
Η οικογένεια του πατέρα του ξεκίνησε στις αρχές του 19ου αιώνα από τη Βλάστη στη Βιέννη, με ενδιάμεσο σταθμό τις Σέρρες. Εκεί ο Στέργιος μαζί με τους αδελφούς του, τον Θεόδωρο και τον Νικόλαο, υπέγραψαν ένα συμβόλαιο για την ίδρυση της Εταιρείας «Αφοί Μ. Δούμπα». Ήταν το έτος 1819.
Ο Στέργιος ανέλαβε τη διεύθυνση του υποκαταστήματος στη Βιέννη και μετά το θάνατο των αδελφών του ήταν αποκλειστικός διευθυντής της εταιρείας. Η επιχείρηση εμπορευόταν κυρίως βαμβάκι και ζαχαρότευτλα. Σύντομα έγινε μια από τις ισχυρότερες οικογένειες της Αυστροουγγρικής πρωτεύουσας.
Ο Στέργιος υπήρξε από την αρχή της επαγγελματικής του καταξίωσης, μαζί και τα αδέλφια του, ευεργέτης της Ελλάδας. Δωρεές στο Αρσάκειο Παρθεναγωγείο και σχολεία, Ορφανοτροφεία, Κληροδοτήματα για σπουδές νέων στην Αθήνα.
Ο Στέργιος έστειλε, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εγκατάστασής τους στη Βιέννη, ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στην Ελλάδα, για τον αγώνα της σκλαβωμένης τότε πατρίδας από τους Τούρκους.
Αργότερα, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ένα επίσης σημαντικό ποσό για το πανεπιστήμιο στην Αθήνα, από την έναρξη κιόλας των θεμελίων του κτιρίου. Γι’ αυτό και συγκαταλέγεται στους ευεργέτες του. Η οικονομική δύναμη που μπόρεσε να συγκεντρώσει ο Στέργιος Δούμπας επέτρεψε στους δυο γιους του Μιχαήλ και Νικόλαο να κάνουν λαμπρές σπουδές.
Ο Νικόλαος ήταν από μικρός ένα πολύ έξυπνο παιδί. Έδειχνε ενδιαφέρον για πολλά πράγματα. Η κλίση του στη μουσική φάνηκε από νωρίς. Σπούδασε πρώτα στο γυμνάσιο της Ακαδημίας της Βιέννης, μια σχολή για εκλεκτούς.

Κατόπιν ήρθε στην Αθήνα για να τελειοποιήσει τις σπουδές του, στη μητρική του γλώσσα. Φιλοξενήθηκε στο τοτινό Ωδείο της Αθήνας, στην οδό Φειδίου. Ο Prokesch-Osten ήταν φιλέλληνας και αντιπροσώπευε τότε την Αυστρία ως εξουσιοδοτημένος υπουργός στην Αθήνα. Ήταν παντρεμένος με την Irene Kiesewetter von Weissenbrunn, μια εξαίρετη πιανίστα στην οποία ο Franz Schubert είχε αφιερώσει μια Kantate, το 1827. Για τον εορτασμό της αποκατάστασης της υγείας της (Zur Feier der Genesung des Fraulein Irene von Keisewetter. D. 936) Μια παρτιτούρα, μεταξύ αυτών που ήταν στην κατοχή του Δούμπα.
Η κόμισσα συνόδευε συχνά στο πιάνο τον Δούμπα, όταν αυτός τραγουδούσε. Λέγανε όλοι πως είχε μια θαυμάσια φωνή τενόρου.
Η συναναστροφή πάντως με αυτό το ιδιαίτερα μορφωμένο, καλλιτεχνικά ευαίσθητο, ζευγάρι σημάδεψε τη ζωή του με αποφασιστικό τρόπο.
Στα χρόνια εκείνα της παραμονής του στην Αθήνα, συνόδεψε κάποτε ο Δούμπας τον ταξιδιώτη Alexander Ziegler σε ένα από τα ταξίδια ανά τον κόσμο με προορισμό την Αίγυπτο, όπου διέμενε εναλλάξ στο Κάιρο και την Άνω Αίγυπτο. Κι αφού πλούτισε με του κόσμου τις εμπειρίες και ωρίμασε σαν άνθρωπος, ο νεαρός Νικόλαος, επέστρεψε στη Βιέννη.
Δούλεψε αρχικά την επιχείρηση του πατέρα του και γρήγορα ανέλαβε της διεύθυνση ενός κλωστηρίου βάμβακος της οικογένειας Δούμπα στο Tattendorf, ένα μέρος 35 χιλιόμετρα νότια της Βιέννης. Η επιχείρηση γνώρισε τότε εντυπωσιακή άνοδο.
Στον ελεύθερο χρόνο, αφιερωνόταν στην αγαπημένη του μουσική. Σε ηλικία 22 χρόνων έγινε μέλος του συλλόγου της ανδρικής χορωδίας της Βιέννης. Στην αρχή, μόνο για δύο χρόνια, μια και η επιχείρηση στο Tattendorf απαιτούσε πολλή δουλειά, για πολλές ώρες.
Μετά από 11 χρόνια έγινε και πάλι μέλος της χορωδίας και την ίδια χρονιά εξελέγη πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της. Συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Μπραμς, τον Μάλερ, τον γιο Γιόχαν Στράους και τον Βάγκνερ.

Τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, τον θαύμαζε πολύ. Ήταν από τους φίλους καλλιτέχνες. Όταν το 1861 ο Βάγκνερ βρισκόταν στη Βιέννη, για τις πρόβες στην όπερα Τριστάνος και Ιζόλδη και βέβαια για την πρεμιέρα του έργου που θα δινόταν στην αυστριακή πρωτεύουσα, ήταν φιλοξενούμενος και στον Δούμπα. Λέγανε μάλιστα ότι οι πρώτες πρόβες του έργου στο πιάνο, είχαν γίνει στο εξοχικό σπίτι του, στο Tattendorf με την παρουσία του Ριχάρδου Βάγκνερ. Οι δε τραγουδιστές που είχαν προσληφθεί για την πρεμιέρα, και προπάντων ο πρωταγωνιστής Alois Ander, ήταν όλοι φίλοι του Δούμπα. Ο Δούμπας άλλωστε είχε εξελιχθεί σε έναν εξαίσιο τραγουδιστή Lieder.
Μετά το θάνατο του Βάγκνερ σ’ ένα εγκάρδιο γράμμα τους, της 21ης Δεκεμβρίου του 1895, η γυναίκα του, η Cosima, και ο γαμπρός του, ο φιλόσοφος Houston Stewart Chamberlain, ευχαριστούσαν, με θερμά λόγια τον Δούμπα για την οργάνωση της πρεμιέρας του έργου Parsifal και για την εδραίωση του Φεστιβάλ Bayreuth. Είχε εκπληρώσει μια μεγάλη επιθυμία τους.
Με τον Μπραμς συνεργάστηκαν και στην Εταιρεία των Φίλων της Μουσικής. Επίσης και στην πρώτη έκδοση των απάντων του Σούμπερτ.
Επίσης η χορωδία παρουσίαζε τότε, κάθε χρόνο την πρεμιέρα ενός έργου του Γιόχαν Στράους και μεταξύ άλλων και το πασίγνωστο βαλς Γαλάζιος Δούναβης.
Κι ο ανεψιός του, ο διπλωμάτης Κωνσταντίνος-Θεόδωρος Δούμπας (1856-1947) έπαιζε μουσική δωματίου με τη συντροφιά του φιλοσόφου Alexius Meining και τον μουσικολόγο Guido Adler. Η δε γυναίκα του Κωνσταντίνου Δούμπα Anna Sophie Charlotte Baronin von Lieven γεννημένη στις 25 Σεπτέμβρη του 1881 στην Πετρούπολη καταγόταν από γνωστή γενιά ευγενών της Βαλτικής. Ο πατέρας της βαρόνος Gustav Adolf Julius von Lieven ήταν Konservator και αργότερα διευθυντής στο Μουσείο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη.
Ήταν εξαιρετικός σχεδιαστής κι έκανε κυρίως πολύ ωραία πορτραίτα και ιχνογραφήματα. Την καλλιτεχνική του φλέβα κληροδότησε στη θυγατέρα του που από παιδί ακόμη έπαιρνε μαθήματα από εξαιρετικούς και φημισμένους δασκάλους. Έκανε επίσης εξαιρετικές σπουδές πιάνου.
Την εποχή που ο Νικόλαος Δούμπας έγινε διευθυντής του συλλόγου Καλλιτεχνών δινόταν για πρώτη φορά η δυνατότητα στους εικαστικούς καλλιτέχνες να εκθέτουν δημόσια τα έργα τους. Διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις μαζί τους που κράτησαν ως το τέλος της ζωής του. Ο Δούμπας είχε μια ξεχωριστή διαίσθηση για το ωραίο. Οι καλλιτέχνες ζητούσαν τη συμβουλή του, παρόλο που δεν είχε σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης.

Το 1857 ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ είχε διατάξει την κατεδάφιση του παλιού τείχους της πόλης. Αναπτύχθηκε τότε μια έντονη οικοδομική δραστηριότητα στη Βιέννη. Τότε χτίστηκαν όλα τα μεγαλοπρεπή κτίρια στη σημερινή Ringstrasse, τον δρόμο που περικλείει ο κέντρο της πόλης. Ο Δούμπας, που εκείνη την περίοδο ήταν διευθυντής του Συλλόγου Καλλιτεχνών και παρακολουθούσε την ανέγερση των μνημειωδών κτιρίων που κτίζονταν στη Ringstrasse και στους γύρω δρόμους με μεγάλο ενδιαφέρον. Ως μέλος της επιτροπής ανοικοδόμησης . είχε συμβάλλει αποφασιστικά κυρίως στην ανέγερση δύο μνημειωδών κτιρίων, της Βουλής και βέβαια του κτιρίου του συλλόγου Φίλων της Μουσικής (Musikverein). Από τον Δανό αρχιτέκτονα Theophil Hansen και τα δύο. Ήταν τότε ο Δούμπας αντιπρόεδρος του Συλλόγου Φίλων της Μουσικής. Τα εγκαίνια έγιναν πανηγυρικά στις 5 Ιανουαρίου 1870.
Ο στενός φίλος του Γιόχαν Στράους γιος, για τις δραστηριότητες του Δούμπα και τη συμμετοχή του στη δημιουργία της Νέας Βιέννης, στις αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές παρεμβάσεις που κόσμησαν και εκσυγχρόνισαν το πρόσωπο της Βιέννης, του αφιέρωσε το βαλς με τίτλο Νέα Βιέννη(New Wien). Ένας άλλος συνθέτης, ο Άντον Κραλ, σε αναγνώριση του έργου του Δούμπα έγραψε προς τιμήν του το Εμβατήριο του Δούμπα (Dumba Marsch). Τότε χτίστηκε και το μέγαρο της οικογένειας Δούμπα, στη νέα αυτή ζώνη, στο λεγόμενο Parking .

Το 1866 η οικογένεια, ο Στέργιος, ο Μιχαήλ, ο Νικόλαος με τη σύζυγό του και την κόρη τους Ειρήνη, μετακόμισαν στο καινούργιο τους σπίτι στην Parking Strasse αρ. 4.
Η διακόσμηση και η αισθητική του Μεγάρου οφείλονταν αποκλειστικά στη φιλοτεχνία του Νικολάου Δούμπα. Κεντρική θέση κατέχει στη διακόσμηση ο Φραντς Σούμπερτ ώστε να θεωρηθεί στο σύνολό του, ως «αποθέωση» του Σούμπερτ. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξέφραζε την απόλυτη λατρεία που συγκέντρωνε ο μόνος πραγματικά Βιεννέζος των μεγάλων συνθετών.
Έργο του Friedrich Schilcher ήταν το δωμάτιο Σούμπερτ (Schoubertzimmer). Στην οροφή του ζωγράφισε την αποθέωση της μουσικής όπου μαρμάρινοι άγγελοι αποθέωναν τον συνθέτη στο κέντρο της οροφής ενώ στις τέσσερις γωνίες, ισάριθμες πλακέτες παραπέμπουν στα γνωστότερα τραγούδια του Σούμπερτ.
Ο Μάκαρτ ζωγράφισε το περίφημο δωμάτιο εργασίας του Δούμπα, που χαρακτηρίστηκε ως αξιοθέατο της Βιέννης.
Ο Γκούσταβ Κλιμτ, την εποχή που άγγιζε το στάδιο της ωρίμανσής του, ανέλαβε να διαμορφώσει το σαλόνι της Μουσικής του σπιτιού, με την ονομασία Musik Salon von Gustav Klimt. Ζωγράφισε για τον Δούμπα το σαλόνι, που ήταν φημισμένο για τα δυο υπέρθυρα. Το ένα παρίστανε μια αλληγορία της Μουσικής. Το αντίστοιχο προς αυτό έφερε τον τίτλο «Ο Σούμπερτ στο πιάνο».
Ο συγγραφέας και κριτικός, όσο και μέγας υποστηρικτής της Sessecion, Χέρμαν Μπαρ το θεωρούσε ως τον ωραιότερο πίνακα που είχε ποτέ ζωγραφίσει αυστριακός ζωγράφος. Καμιά άλλη μοντέρνα ζωγραφική, έγραφε ο Μπαρ, δεν επέδρασε πάνω του, τόσο καθαρά και τόσο δυνατά.
Ο Δούμπας με την παραγγελία αυτή θέλησε πάλι να εκφράσει τον θαυμασμό του για τον Σούμπερτ. «Ο Σούμπερτ στο πιάνο» υπήρξε κατά τη διάρκεια της ζωής του δημιουργού του, μαζί με το «Φιλί», η πιο δημοφιλής ζωγραφιά του Κλιμτ. Ο Κλιμτ είχε δουλέψει αρκετά για τον «Σούμπερτ στο πιάνο». Υπάρχουν 18 σχέδια αλλά και μια ελαιογραφία με το σχετικό θέμα. Τόσο στην ελαιογραφία όσο και στα σχέδια η μορφή του ανθρώπου στο πιάνο δεν μοιάζει με τον Σούμπερτ.
Αντιθέτως αναγνωρίζουμε με βεβαιότητα τη μορφή του συνθέτη στο πιάνο, στο υπέρθυρο. Πιθανώς χρησίμευσε στον Κλιμτ σαν πρότυπο για το υπέρθυρο, το πορτραίτο του Σούμπερτ από την ακουαρέλα του Kupelwieser «Geselschaftspiele der Schubertianer in Atzenbrugg», η οποία ήταν στην κατοχή του Ν. Δούμπα και ήταν κρεμασμένη στο Σαλόνι της Μουσικής.
Τώρα βρίσκεται στο Ιστορικό Μουσείο της Βιέννης, ενώ οι άλλοι πίνακες, δυστυχώς, καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, σ’ ένα πύργο στην Κάτω Αυστρία, όπου ήταν αποθηκευμένοι, έχοντας περιέλθει το 1928 στην ιδιωτική συλλογή του Λέντερερ στη Βιέννη.

Εξαιρετικό ρόλο έπαιξε ο Δούμπας στην ανέγερση του μνημείου του Σούμπερτ που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία ου συλλόγου της Ανδρικής χορωδίας, όταν ο Δούμπας ήταν Πρόεδρος. Πρωτοστάτησε επίσης στην ανέγερση των ανδριάντων του Μπετόβεν, του Μότσαρτ, του Μπραμς και του Σίλερ. Επίσης φρόντισε για τους ανδριάντες των λογοτεχνών Grillparzer, Raimund και Goethe, του ζωγράφου Μάκαρτ, που ο Δούμπας ήταν ο μέντοράς του και του αρχιτέκτονα του Δημαρχείου Smchmidt. Αλλά και το μνημείο του Radelzky. Συνέβαλε επίσης ο ίδιος με σημαντική χρηματική προσφορά, για το μνημείο του δημάρχου Liebenberg. Ο ίδιος ο Δούμπας εκφωνούσε και τους λόγους στα αποκαλυπτήρια των μνημείων.
Στην Αθήνα το 1888, ανέλαβε ο Νικόλαος Δούμπας, με προτροπή του αείμνηστου πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη, να καταβάλει τη δαπάνη για τη φιλοτέχνηση των πινάκων του Rahl στην εσωτερική πρόσοψη των Προπυλαίων και τη στοά του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τον σκοπό αυτό, έστειλε από τη Βιέννη τον ζωγράφο Eduard Lebiedzki, με δικά του όλα τα έξοδα και την αμοιβή του ζωγράφου.

Για 26 χρόνια ήταν μέλος του Κοινοβουλίου του Κρατιδίου της Κάτω Αυστρίας, ενώ ήταν παράλληλα για 15 χρόνια μέλος του Κοινοβουλίου του κράτους.
Το καθήκον του ως βουλευτής των Φιλελευθέρων αντιμετώπισε με σοβαρότητα και ζήλο, χρησιμοποίησε την επιρροή του για να βοηθάει όσους τον είχαν ανάγκη., Να τους στηρίζει σε κάθε δυνατή περίπτωση.
Ως πρόεδρος της επιτροπής στο Κοινοβούλιο του κρατιδίου της Κάτω Αυστρίας υποστήριξε ιδιαίτερα τα τυφλά και κωφάλαλα παιδιά.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του βρισκόταν στην κορυφή του πρώτου Αυστριακού Ταμιευτηρίου με την ιδιότητα του ανωτέρου-επιτρόπου. Αξιοποίησε αυτή την ιδιότητα για την επιρροή του προς όφελος μιας σειράς φιλανθρωπικών ανθρωπιστικών ιδρυμάτων. Πήρε μέρος και σε αρχαιολογικές αποστολές. Με δική του συγκατάθεση κατέστη δυνατή η χρηματοδότηση μιας αυστριακής αποστολής στη Σαμοθράκη.
Με δική του πρόταση το 1881 ιδρύθηκε η Εταιρεία για την Αρχαιολογική εξερεύνηση της Μικράς Ασίας, της οποίας ο ίδιος ήταν ο αντιπρόεδρος. Ήταν μέλος της Εταιρείας Εικαστικών Καλλιτεχνών της Βιέννης κι ένας από τους επιτρόπους του Μουσείου Εφαρμοσμένων Τεχνών.
Δυο χρόνια πριν από το θάνατό του, ο υπουργός Παιδείας τον διόρισε στο νεοϊδρυθέν Συμβούλιο Τέχνης, το οποίο είχε την αποστολή να συμβουλεύει το Υπουργείο σε θέματα τέχνης.

Επί τριάντα χρόνια ήταν αντιπρόεδρος αλλά και αναπληρωτής πρόεδρος του Συλλόγου Δημοσιογράφων και Συγγραφέων με την ονομασία Concordia.
Το Φεβρουάριο του 1900 τον εκλέξανε επίτροπο της Αυστριακής Λογοτεχνικής Εταιρείας. Τη μεγαλύτερη όμως χαρά ένιωσε, με την απόφαση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών να τον συμπεριλάβει στα επίτιμα μέλη της.
Πέθανε στις 23 Μαρτίου του 1900 σ’ ένα ταξίδι που είχε κάνει στη Βουδαπέστη.
Σήμερα, 108 ακριβώς χρόνια από τον θάνατό του, αναπαύεται σ’ ένα τάφο της πόλης της Βιέννης, δίπλα από τους μεγάλους μουσουργούς Μπετόβεν, Μότσαρτ, Στράους, Μπραμς και τον αγαπημένο Σούμπερτ.

Πηγές
1) Elvira Konecny, Die Familie Dumba und ihre Bedeutung fur Wien und Osterreich.
2) Nicolaus Dumba: Portrait eines Mazens Wiener Stradteine Landesbibliotek.
3) Δρ. Ι. Τζαφέτας-Dr. Konecny, Νικόλαος Δούμπας.

Υ.Γ. Τις θερμότατες ευχαριστίες, στον γιατρό Θάνο Κωνσταντινίδη, για το εξαιρετικό ενδιαφέρον του, στο θέμα Σούμπερτ-Δούμπας, με αφορμή την αξέχαστη αυτή βραδιά «Σουμπερτιάδα» από το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο.



«Σουμπερτιάδα»

  • Μια υπέροχη μουσική βραδιά, «Σουμπερτιάδα», απολαύσαμε στο Μουσείο Μπενάκη στις 3 Μαρτίου στις 8:30 το βράδυ. Ένα αφιέρωμα για τα 180 χρόνια από το θάνατο του Φραντς Σούμπερτ (Βιέννη, 31 Ιανουαρίου 1797-Βιέννη, 19 Νοεμβρίου 1828), για το συνθέτη που μαζί με τον Μότσαρτ υπήρξε η πιο γνήσια ιδιοφυΐα της μουσικής ιστορίας.
    Στο πρώτο μέρος παίχτηκε το Κουιντέτο σε ντο μείζονα D 956 για δύο βιολιά, βιόλα και βιολοντσέλο, που έγραψε ο Φραντς Σούμπερτ την τελευταία χρονιά της ζωής του, το 1828, με τους: Γιώργο Δεμερτζή (βιολί), Αγγέλα Γιαννάκη (βιόλα), Άγγελο Λιακάκη (βιολοντσέλο) και Βύρωνα Φιδετζή (δεύτερο βιολοντσέλο).
    Ακολούθησε το δεύτερο μέρος με τον Κύκλο Τραγουδιών και τη σοπράνο Χριστίνα Γιαννακοπούλου με τον Θανάση Αποστολόπουλο στο πιάνο.
    Και στο τρίτο μέρος ακούστηκε το αριστουργηματικό Κουιντέτο σε λα μείζονα D 667, Η πέστροφα, για πιάνο και βιολί, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο με τους: Θανάση Αποστολόπουλο (πιάνο), Γιώργο Δεμερτζή (βιολί), Άγγελο Λιακάκη (βιολοντσέλο) και Βασίλη Παπαβασιλείου (κοντραμπάσο).
    Μια βραδιά, γεμάτη από τις θείες μελωδίες του Σούμπερτ που μας συνεπήραν από τις πρώτες κιόλας νότες με τη δεξιοτεχνία των καλλιτεχνών. Όλοι τους έδωσαν το ταλέντο τους και την ψυχή τους, για τη δημιουργία αυτής της ατμόσφαιρας• σωστής μυσταγωγίας και απογείωσης. Ανάσα δεν ακουγόταν, όσο διαρκούσε το κάθε μέρος και ακολουθούσαν οι εύγλωττες σιωπές… Μια αίσθηση πως βρίσκεσαι στον παράδεισο. Άλλωστε η μουσική του Σούμπερτ επικαλείται τον ουρανό, εκφράζει τη νοσταλγία του ουρανού.
    Η μουσική του Σούμπερτ μας πηγαίνει σ’ έναν τόπο αθωότητας, απλότητας, τρυφερότητας, όπου ξανασυναντιούνται όσοι αγαπήθηκαν στη Γη. Όπως έγραφε για τον Σούμπερτ πριν πολλά χρόνια η Κατερίνα Σχινά η μουσική του Σούμπερτ δεν είναι παρά μια συνεχής επίκληση του χαμένου παραδείσου…
    Με τη Μελαγχολία, στην εξαίσια μελωδία της που την ακολουθούν αισιόδοξες νότες γεμάτες από φως. Το συναρπαστικό παίξιμο όλων των καλλιτεχνών μάγεψε: Ο φημισμένος για τη δεξιοτεχνία του βιολονίστας Γιώργος Δεμερτζής, ο υπέροχος Δημήτρης Χανδράκης, δεύτερο βιολί, ο εξαίρετος μαέστρος Βύρων Φιδετζής, εδώ μας εντυπωσίασε στο βιολοντσέλο, η ταλαντούχα Αγγέλα Γιαννάκη στη βιόλα και ο εκλεκτός Άγγελος Λιακάκης στο βιολοντσέλο.
    Απολύτως συναρπαστικός ο τρόπος ερμηνείας των Lieder, με την ποιότητα που κάνει δυνατή αυτή την επικοινωνία με τον ακροατή, της σοπράνο Χριστίνας Γιαννακοπούλου ενθουσίασε μαζί με τον υπέροχο Θανάση Αποστολόπουλο στο πιάνο. Και για το τέλος, το αριστουργηματικό κουιντέτο εγχόρδων με τον Θανάση Αποστολόπουλο στο πιάνο και τον εξαίρετο Βασίλη Παπαβασιλείου στο κοντραμπάσο. Το Κουιντέτο της Πέστροφας με πιάνο. Ήταν μια βραδιά, θεϊκό δώρο.



Φραντς Σούμπερτ

  • «Είπαν πως ο Φραντς Σούμπερτ, είχε το χάρισμα να εμφυσά την αιωνιότητα, στον πυρήνα του εφήμερου, όπως ο Τσέχωφ στο Θέατρο. Υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του Μπετόβεν. Στην επικήδεια πομπή, την οποία ακολούθησε, ο Σούμπερτ κρατούσε τη λαμπάδα, ανάμεσα σε άλλους. Ο ίδιος θάφτηκε στο νεκροταφείο του Βέριγκ και, μετά, στο Κεντρικό νεκροταφείο της Βιέννης κοντά στον τάφο του Μπετόβεν. Ήταν η επιθυμία του. Αυτόν τον δημιουργό φαίνεται πως αγάπησαν πολύ οι θεοί, αφού πέθανε τόσο νέος.
    Κάποιος αποτιμητής της μουσικής, ο Τζωρτζ Γκρόουβ, είχε πει πως κάθε χώρος της μουσικής, ευλογήθηκε από τη γραφίδα του μ’ ένα αριστούργημα. Άφησε πίσω του ένα μεγάλο έργο. Συνθέτει από δώδεκα χρονών.
    6Σε κάποιες θερινές διακοπές, δημιουργήθηκε ένα οικογενειακό κουαρτέτο. Τα’ αδέλφια του, ο Φερδινάνδος και ο Ιγνάτιος στα βιολιά, ο Franz στη βιόλα και ο πατέρας τους στο βιολοντσέλο. Αυτά τα έργα χάθηκαν. Τα άλλα που συνέθεσε στη διάρκεια της σύντομης ζωής του, γεμάτα με πόνο, κι αυτά ήταν πολλά: 15 όπερες, σκηνική μουσική για 3 έργα, όπως η θαυμάσια παρτιτούρα της Ροζαμούνδης, 6 λειτουργίες και πολλά θρησκευτικά έργα. Πάρα πολλά χορωδιακά έργα μ’ ορχήστρα. Υπέροχα κουαρτέτα και φωνητικά τρίο, 600 Lieder, κυρίως από τους Γκαίτε, Σίλερ και Χάινε, 8 συμφωνίες, το εκθαμβωτικό αριστούργημα η Ενάτη Συμφωνία, 16 κουαρτέτα, 2 τρίο πιάνο, 4 σονάτες για βιολί και πιάνο, 22 σονάτες για πιάνο, 2 εμπροπτύ, 6 μουσικές στιγμές και πολλοί χοροί.
    Ο Σούμπερτ όσο ζούσε δεν ήξερε να κοιτάζει εποπτικά και να ελέγχει το υλικό του. Χρειάστηκαν 100 χρόνια, μετά τον θάνατό του, για να θεωρηθεί από το πλατύ κοινό μεγάλος συνθέτης. Αυτό έγινε κατορθωτό, στο μεγαλύτερό του μέρος, χάρις στην αγάπη, ενός Έλληνα για τον Schoubert. Του Νικολάου Δούμπα.
    Άραγε σε πόσους από τους ακροατές των συναυλιών που πηγαίνουν στο Μέγαρο των Φίλων της Μουσικής της Βιέννης(Musikverein) είναι γνωστό ότι ο δρόμος «Dumpa Strasse», μπροστά από το λαμπρό αυτό κτίριο, πήρε το όνομά του από την προσωπικότητα αυτήν; Από τον άνθρωπο, ο οποίος κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε ξεχωριστή θέση στην πολιτιστική ζωή της Βιέννης. Η Dumba Strasse τιμά εδώ και 108 χρόνια με το όνομά της, τον μεγάλο Μαικήνα των τεχνών, τον Νικόλαο Δούμπα.
    Ο Δούμπας αναγνωρίζεται, όχι μόνο από τους Αυστριακούς, για τον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξε στη συντήρηση και προβολή του έργου του Schubert. Στην πράξη αλλά και στην έρευνα, διατηρώντας τη μεγαλύτερη συλλογή έργων του, σε παγκόσμιο επίπεδο, αποτρέποντας έτσι τη διάσπαση και το διασκορπισμό τους. Τον πολύτιμο αυτό θησαυρό, τα 200 αυτόγραφα μουσικά έργα του συνθέτη τα κληροδότησε στη Βιέννη. Ήταν αυτά που σχημάτισαν τον βασικό πυρήνα της μουσικής συλλογής της πόλης της Βιέννης.
    Το κληροδότημα περιέχει: Μουσική δωματίου, Λειτουργίες, Lieder, Συνθέσεις για χορωδία, κομμάτια για πιάνο, οπερέτες. Ο Δούμπας είχε όμως στην κατοχή του και τα χειρόγραφα από έξι συμφωνίες του Φραντς Σούμπερτ. Αυτά τα κληροδότησε στο Σύλλογο Φίλων της Μουσικής(Gesselshaft der Musikfreunde).
    Το 1997 το έτος Σούμπερτ, επέτειο των 200 χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη, η πόλη της Βιέννης και η Δημοτική Βιβλιοθήκη πρόβαλε και τίμησε συγχρόνως και τον Νικόλαο Δούμπα, με τη βιογραφία του και με λεπτομερή αναφορά στο συλλεκτικό του έργο. Έγραφε το σχετικό λεύκωμα που είχε τη φωτογραφία του Δούμπα στη μπροστινή πλευρά και του Σούμπερτ στην πίσω πλευρά του:
    «Αφιερώνεται φέτος από το Δήμο της Βιέννης, με ευγνωμοσύνη και τιμής ένεκεν στον επιφανή Έλλην, τον Νικόλαο Δούμπα».


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Μαρτίου 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ